Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτιμώ
1 εγγραφή
επιτιμώ [epitimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) επικρίνω έντονα κπ. ή κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτιμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες