Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιστητό
1 item total
επιστητό το [epistitó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : ό,τι είναι δυνατό να ερευνήσει και να γνωρίσει, ιδίως επιστημονικά, ο άνθρωπος: Kάθε επιστήμη καλύπτει ορισμένο τομέα του επιστητού. Ο Θεός βρίσκεται πέραν του επιστητού. || (λόγ. έκφρ.) επί παντός επιστητού, για όλα τα θέματα: Ομιλία / συζήτηση / ανταλλαγή απόψεων επί παντός επιστητού.

[λόγ. < αρχ. τό ἐπιστητόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go