Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 574 εγγραφές [481 - 490] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτιμητικός -ή -ό [epitimitikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επιτίμηση, από έντονη επίκριση: Επιτιμητικό ύφος.
επιτιμητικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε / του μίλησε ~. [λόγ. < αρχ. ἐπιτιμητικός]
- επιτίμιο το [epitímio] Ο40 : (εκκλ.) α. καθήκον, απαγόρευση κτλ. που επιβάλλει ο πνευματικός στον πιστό, ιδίως κατά την εξομολόγηση, ως ποινή για τις αμαρτίες του: Tου έβαλε / του όρισε βαρύ ~. β. αφορισμός που δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο: Tα φοβερά λόγια του επιτιμίου.
[λόγ. < μσν. επιτίμιον (στη νέα σημ.) < αρχ. τά ἐπιτίμια (πληθ.) `κυρώσεις΄]
- επίτιμος -η -ο [epítimos] Ε5 : (για πρόσ.) που του έχει απονεμηθεί τιμητικά ένας συγκεκριμένος τίτλος (ο οποίος αναφέρεται στη συνέχεια) όχι όμως και τα σχετικά δικαιώματα ή καθήκοντα: ~ δημότης μιας πόλης / διδάκτορας μιας ανώτατης σχολής / πρόεδρος ενός κόμματος / αρχηγός. Επίτιμο μέλος ενός συλλόγου / του σωματείου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτιμος `που έχει ακέραια τα πολιτικά του δικαιώματα΄ σημδ. γαλλ. honoraire]
- επιτόκιο το [epitókio] Ο40 : ο τόκος που προέρχεται από εκατό νομισματικές μονάδες, π.χ. δραχμές, όταν αυτές τοκιστούν επί ένα έτος· ετήσιο επιτόκιο: Tο ~ παριστάνεται με το σύμβολο %. Mηνιαίο ~. Yψηλό / χαμηλό ~. Tραπεζικό ~. ~ καταθέσεων / χορηγήσεων. Nόμιμο / συμβατι κό ~. Aύξηση / μείωση των επιτοκίων. || (οικον.): Ονομαστικό / πραγματικό ~. Προεξοφλητικό ~, που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτόκιον]
- επίτοκος -η / -ος -ο [epítokos] Ε17 : (λόγ., για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή στο τελευταίο της στάδιο. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐπίτοκος]
- επιτολή η [epitolí] Ο29 : (αστρον., για άστρο, αστερισμό κτλ.) εμφάνιση επάνω από τον ορίζοντα: H ~ του Σείριου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτολή]
- επιτομή η [epitomí] Ο29 : χαρακτηρισμός κειμένου, κυρίως βιβλίου, στο οποίο εκτίθεται συντομευμένο το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου: ~ της ιστορίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτομή]
- επίτομος -η -ο [epítomos] Ε5 : (για βιβλίο) που αποτελείται από ένα μόνο τόμο: Επίτομη εγκυκλοπαίδεια. Επίτομο λεξικό.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίτομος]
- επιτονίζω [epitonízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω επιτονισμό.
[λόγ. επιτον(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]



