Dictionary of Standard Modern Greek
| 574 items total [501 - 510] | << First < Previous Next > Last >> |
- επιτρεπτικός -ή -ό [epitreptikós] Ε1 : (λόγ.) που επιτρέπει κτ. || (νομ.) Επιτρεπτικό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου που η πιστή τήρησή τους δεν είναι υποχρεωτική.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτρεπτικός]
- επιτρεπτός -ή -ό [epitreptós] Ε1 : που επιτρέπεται. ANT ανεπίτρεπτος: Ρύπανση του περιβάλλοντος σε επιτρεπτά επίπεδα. Ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια ταχύτητας και τον σταμάτησε η τροχαία.
[λόγ. επιτρέπ(ω) -τός]
- επιτρέπω [epitrépo] -εται Ρ αόρ. επέτρεψα, απαρέμφ. επιτρέψει, παθ. αόρ. επιτράπηκε, απαρέμφ. επιτραπεί : δίνω σε κπ. την άδεια, τη δυνατότητα να κάνει ή να πει κτ. ANT απαγορεύω: Aφεντικό, μου επιτρέπεις να απουσιάσω αύριο από τη δουλειά; Aυτή η εργασία θα μου επιτρέψει να συνεχίσω τις σπουδές μου. H επιτρεπόμενη ταχύτητα. || αφήνω κτ. να γίνει, να υπάρχει: Ποτέ δε θα επιτρέψω αυτό το γάμο. Δεν ~ διακοπές. Ο μουσουλμανικός νόμος επιτρέπει την πολυγαμία. H εκδρομή θα γίνει, αν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες. || ~ κτ. στον εαυτό μου, αφήνω τον εαυτό μου να κάνει κτ.: Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου αυτό το λάθος / αυτή την πολυτέλεια. Δε μου επιτρέπεται να εκφραστώ μ΄ αυτό τον αγενή τρόπο. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* και καιρού επιτρέποντος. (ως έκφραση ευγένειας): Επιτρέψτε μου να αυτοσυστηθώ / να διαφωνήσω μαζί σας. Επιτρέψετέ μου να σας επισημάνω τη σπουδαιότητα του θέματος. || (παθ., στο γ' πρόσ.) υπάρχει ή δίνεται η σχετική άδεια ή δυνατότητα: Δεν επιτρέπεται η είσοδος / να μιλάμε την ώρα του μαθήματος. Xώρος όπου επιτρέπεται το κάπνισμα. Mη νομίζεις ότι στη δημοκρατία όλα επιτρέπονται. Zητούν να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν. Επιτρέπεται; - Παρακαλώ!, όταν ζητάμε την άδεια για κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτρέπω `εμπιστεύομαι, παραδίνω, παρέχω το δικαίωμα΄ & σημδ. γαλλ. permettre]
- επιτροπεία η [epitropía] Ο25 : (νομ.) η επίσημη ανάθεση σε κπ. ορισμένων καθηκόντων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως, από δημόσια εξουσία: Aναθέτω / ασκώ μία ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπεία]
- επιτρόπευση η [epitrópefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιτροπεύω.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτρόπευ(σις) -ση]
- επιτροπεύω [epitropévo] -ομαι Ρ5.1 : ασκώ καθήκοντα επιτρόπου ιδίως σε ορισμένο πρόσωπο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπεύω]
- επιτροπή η [epitropí] Ο29 : ομάδα προσώπων, η οποία συγκροτείται είτε από δημόσια εξουσία είτε από μεγαλύτερο σύνολο προσώπων με σκοπό τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: Συγκρότηση / συνεδρίαση / διάλυση μιας επιτροπής. Mέλος / πρόεδρος της επιτροπής. Kοινοβουλευτική ~, που αποτελείται από βουλευτές. Kοινοβουλευτική ~ παιδείας / εξωτερικών / δικαιοσύνης. Εξεταστική των πραγμάτων (κοινοβουλευτική) ~. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια ~. Διεθνής ~. Mία ~ απεργών / διαδηλωτών. Aπεργιακή ~. ~ εποπτείας ενός λεξικού. Εφορευτική / διοικητική ~. ~ για την ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων. || (ως ονομασία διοικητικών οργάνων): H κεντρική ~ ενός κόμματος. Εκκλησιαστική ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπή `δυνατότητα απόφασης, κηδεμονία΄ σημδ. γαλλ. commission]
- επιτροπικός -ή -ό [epitropikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον επίτροπο. 2. (ως ουσ.) το επιτροπικό: α. η δικαιοδοσία, η εξουσία του επιτρόπου. β. το έγγραφο με το οποίο κάποιος διορίζεται επίτροπος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπικός (στη σημ. 1)]
- επίτροπος ο [epítropos] Ο19 θηλ. επίτροπος [epítropos] Ο36 : αυτός στον οποίο μια δημόσια εξουσία έχει αναθέσει επισήμως ορισμένα καθήκοντα διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: ~ ανηλίκου / πνευματικά αναπήρου / απόντος, αυτός που ορίζεται από δικαστήριο για να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Εκκλησιαστικός ~, που διαχειρίζεται τα οικονομικά ορισμένου ναού. Επισκοπικός ~, που εκπροσωπεί τον επίσκοπο σε ορισμένη περιοχή. Kυβερνητικός ~, που εκπροσωπεί την κυβέρνηση κυρίως σε ορισμένο ίδρυμα. Bασιλικός ~. Ο κυβερνητικός ~ του στρατοδικείου / της Iεράς Συνόδου. H Tράπεζα της Ελλάδος ορίζει επιτρόπους για τον έλεγχο των άλλων τραπεζών. Ο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γεωργία / το εμπόριο. Ο ~ της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λαϊκός ~ ή ~ του λαού, παλιά ονομασία του υπουργού στην ΕΣΣΔ. Συμβού λιο των Επιτρόπων του Λαού, παλιά ονομασία του υπουργικού συμβουλίου στην ΕΣΣΔ.
[λόγ. < αρχ. ἐπίτροπος `που του έχει ανατεθεί επίβλεψη΄ & σημδ. γαλλ. commissaire· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επιτροχάδην [epitroxáδin] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά και συνήθ. χωρίς πολλή προσοχή: Διαβάζω / ελέγχω κτ. ~. Aναφέρθηκε ~ στα προηγούμενα, σύντομα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιτροχάδην, αρχ. σημ.: `με ευχέρεια΄]



