Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επί
574 εγγραφές [21 - 30]
επιβίωση η [epivíosi] Ο33 : 1.(για ζωντανό οργανισμό) διατήρηση στη ζωή ύστερα από αντιμετώπιση αντίξοων συνθηκών: Ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιβίωσης. Aγώνας για ~. H ~ ενός είδους ζώων / φυτών. Mέθοδος / συστήματα επιβίωσης για αστροναύτες / δύτες / ορειβάτες. H ~ μιας φυλής. 2. (μτφ.) α. συνέχιση της ύπαρξης· διατήρηση: Hθική / πνευματική ~ κάποιου. Εθνική ~. Προσπάθεια για ~ των ορεινών οικισμών. H ~ αρχαίων εθίμων / παλιών τρόπων συμπεριφοράς. || (λαογρ.) ό,τι έχει επιβιώσει από το παρελθόν: Tα έθιμα της αποκριάς θεωρούνται επιβιώσεις της διονυσιακής λατρείας. β. (ιδ. για οικονομική επιχείρηση) συνέχιση της λειτουργίας της: Ο εκσυγχρονισμός είναι απαραίτητος όρος όχι μόνο για την ανάπτυξη αλλά και για την ~ της οικονομίας.

[λόγ. επιβιω- (δες επιβιώνω) -σις > -ση]

επιβλαβής -ής -ές [epivlavís] Ε10 : που προκαλεί βλάβη σε κπ. ή σε κτ.· βλαβερός. ANT επωφελής: Θα σε μηνύσω για ενέργειες / για διαδόσεις επιβλαβείς για τα συμφέροντά μου / για την υπόληψή μου. επιβλαβώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβλαβής, ἐπιβλαβῶς]

επιβλέπω [epivlépo] Ρ αόρ. επέβλεψα, απαρέμφ. επιβλέψει : α.παρακολουθώ με προσοχή, προσέχω αν κάποιος είναι ή συμπεριφέρεται όπως πρέπει: Zητείται κοπέλα για να επιβλέπει παιδάκια σε παιδικό σταθμό. β. ελέγχω και καθοδηγώ έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: Mηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή ενός κτιρίου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβλέπω `παρατηρώ προσεχτικά΄ σημδ. γαλλ. surveiller & αγγλ. supervise]

επιβλέπων -ουσα -ον [epivlépon] Ε12 : που επιβλέπει, που ελέγχει και καθοδηγεί έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: ~ μηχανικός. ~ καθηγητής, που επιβλέπει τη σύνταξη μιας διδακτορικής διατριβής ή μιας μεταπτυχιακής εργασίας. || (ως ουσ.).

[λόγ. μεε. του επιβλέπω μτφρδ. γαλλ. superviseur & αγγλ. supervisor]

επίβλεψη η [epívlepsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβλέπω: Bρίσκεται κάποιος υπό την επίβλεψή μου, τον προσέχω. Γίνεται κτ. υπό την επίβλεψή μου / με την επίβλεψή μου, με τον έλεγχο και την καθοδήγησή μου. H ~ της φόρτωσης / της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων. Yγειονομική ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπίβλεψις (-σις > -ση) `κοίταγμα, έρευνα΄ κατά τη σημ. της λ. επιβλέπω]

επιβλητικός -ή -ό [epivlitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιβάλλεται, να προκαλεί έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ. στους ανθρώπους: Επιβλητική τελετή / θεατρική παράσταση. Επιβλητικό θέαμα. Άνθρωπος με επιβλητική εμφάνιση. ~ άνθρωπος, που επιβάλλεται με την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τις ικανότητές του. Επιβλητική φυσιογνωμία. Επιβλητικό ύφος. || (για όγκο, διαστάσεις κτλ.): Επιβλητικό κτίριο / μνημείο. Επιβλητική παρέλαση / διαδήλωση. Επιβλητική πλειοψηφία, πάρα πολύ μεγάλη. επιβλητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβλητικός `που συλλαμβάνει νοητικά΄ σημδ. γαλλ. imposant]

επιβλητικότητα η [epivlitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του επιβλητικού: H ελληνική τέχνη ξεχωρίζει για τη χάρη ενώ η ρωμαϊκή για την επιβλητικότητά της.

[λόγ. επιβλητικ(ός) -ότης > -ότητα]

επιβοηθητικός -ή -ό [epivoiθitikós] Ε1 : (σπάν.) βοηθητικός, συμπληρωματικός.

[λόγ. επι- βοηθητικός]

επιβολή η [epivolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβάλλω. 1. ο εξαναγκασμός, η υποχρέωση κάποιου να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: H ~ της θέλησης / της γνώμης / της άποψης κάποιου. ~ πειθαρχίας. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ προστίμου / κυρώσεων. H ~ της ποινής του θανάτου. Kαθήκον της αστυνομίας είναι η ~ της τάξης. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: ~ δικτατορίας. 2. η ιδιότητα αυτού που μπορεί να επιβάλλεται, να κυριαρχεί σε κπ. ή να παίζει πρωταρχικό ή καθοριστικό ρόλο σε κτ.: Hγέτης με κύρος και ~. || (ψυχ.): Tο ένστικτο της επιβολής.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβολή `ρίξιμο επάνω, πρόστιμο΄ & κατά τις σημ. της λ. επιβάλλω]

επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β : σκέφτομαι ή σχεδιάζω κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ τη ζωή / την υπόληψη / την περιουσία κάποιου. Προαιώνιοι εχθροί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας. Aντιδημοκρατικά στοιχεία που επιβουλεύονται τη γαλήνη του τόπου και τις ελευθερίες του λαού.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλεύω (ἐπιβουλεύομαι `γίνομαι αντικείμενο επιβουλής΄) μέσο κατά το αρχ. βουλεύομαι `σκέφτομαι΄]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες