Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξελικτισμός
1 item total
εξελικτισμός ο [ekseliktizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την εξέλιξη όλων των όντων (φυσικών, κοινωνικών κτλ.).

[λόγ. εξελικτ(ικός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. evolutionism]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go