Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξαιρέσιμος
1 item total
εξαιρέσιμος -η -ο [ekserésimos] Ε5 : 1.που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. για μέρα που δεν είναι εργάσιμη.

[λόγ. < αρχ. ἐξαιρέσιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go