Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [401 - 410] | << First < Previous Next > Last >> |
- εντολή η [endolí] Ο29 : 1.ενέργεια με την οποία πρόσωπο ή ομάδα που έχει εξουσία ζητά από κπ. να δράσει οπωσδήποτε με συγκεκριμένο τρόπο· παραγγελία, διαταγή: Aυστηρή ~. Δίνω σε κπ. ~. Tους έδωσε σαφείς και αυστηρές εντολές. Θα αναχωρήσω μόλις πάρω σχετική ~. Λυπάμαι αλλά έχω ~ να μην επιτρέψω σε κανέναν την είσοδο. Δε δέχομαι εντολές από κανέναν, θα κάνω ό,τι εγώ αποφασίσω. Εκτελώ εντολές άλλων. (έκφρ.) κατ΄ ~ (άλλου), σύμφωνα με τη διαταγή, τη βούληση άλλου: Ενεργεί κατ΄ ~ των ανωτέρων του, όχι σύμφωνα με τη δική του βούληση. || (πολ.) ανάθεση: ~ σχηματισμού κυβέρνησης. Διερευνητική* ~ (σχηματισμού κυβέρνησης). 2. (εκκλ.) θεία επιταγή. || Οι δέκα εντολές, ο δεκάλογος που έδωσε ο Θεός στους Εβραίους μέσο του Mωυσή. 3. (νομ.) σύμβαση σύμφωνα με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους αναθέτει στον άλλο τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης χωρίς αμοιβή. 4. έμβασμα, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται μέσο τράπεζας. 5. (πληροφ.) είδος οδηγίας που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει ορισμένη λειτουργία: ~ για αποθήκευση ενός εγγράφου. Ο υπολογιστής δε δέχεται τη συγκεκριμένη ~.
[λόγ. < αρχ. ἐντολή]
- εντολοδότης ο [endoloδótis] Ο10 θηλ. εντολοδότρια [endoloδótria] Ο27 : αυτός που δίνει ή έχει δώσει συγκεκριμένη εντολή. ANT εντολοδόχος. || (ως επίθ.).
[λόγ. εντολ(ή) -ο- + -δότης· λόγ. εντολοδό(της) -τρια]
- εντολοδόχος ο [endoloδóxos] Ο18 θηλ. εντολοδόχος [endoloδóxos] Ο35 : αυτός που δέχεται ή έχει δεχτεί να εκτελέσει ορισμένη εντολή. ANT εντολοδότης. || (ως επίθ.): ~ πρωθυπουργός, που έχει πάρει από τον ανώτατο άρχοντα την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ασκεί τα καθήκοντα του πρωθυπουργού, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή.
[λόγ. εντολ(ή) -ο- + -δόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εντομή η [endomí] Ο29 : εγκοπή, σχισμή. || (ανατ.) για αυλακώσεις ή σχισμές που παρατηρούνται σε διάφορα όργανα του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἐντομή]
- έντομο το [éndomo] Ο40 : γενική ονομασία μικρών ζώων που έχουν αρθρωτά πόδια και σώμα εμφανέστατα διαχωρισμένο σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα, κοιλιά), και αποτελούν την πολυπληθέστερη ομοταξία του ζωικού βασιλείου· (πρβ. αρθρόποδα): Tα πιο γνωστά έντομα είναι οι μύγες, τα κουνούπια, τα μυρμήγκια, οι πεταλούδες, τα τζιτζίκια κ.ά. Σμήνος εντόμων. Tο μήκος των εντόμων κυμαίνεται από 0,25 χιλιοστά του μέτρου ως 33 εκατοστά.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἔντομα τά (ενν. ζῷα) “που έχουν ἐντομή”]
- εντομοαπωθητικός -ή -ό [endomoapoθitikós] Ε1 : 1.που έχει την ιδιότητα να απωθεί, να διώχνει τα έντομα από ορισμένο χώρο: Εντομοαπωθητικές ταμπλέτες. 2. (ως ουσ.) το εντομοαπωθητικό, μικρή συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα και διώχνει τα έντομα από ορισμένο χώρο. || κάθε ουσία, προϊόν κτλ. που διώχνει τα έντομα: Έβαλα στα χέρια και στα πόδια εντομοαπωθητικό.
[λόγ. έντομ(ον) -ο- + απωθητικός]
- εντομογραφία η [endomoγrafía] Ο25 : κλάδος της εντομολογίας που ασχολείται με τη συστηματική περιγραφή των εντόμων.
[λόγ. < γαλλ. entomographie < αρχ. ἔντομο(ν) + -graphie = -γραφία]
- εντομοκτόνος -ος / -α -ο [endomoktónos] Ε14 : που χρησιμοποιείται για την εξόντωση εντόμων: ~ ουσία. Εντομοκτόνο σπρέι. || (συνήθ. ως ουσ.) το εντομοκτόνο, χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση των εντόμων.
[λόγ. έντομ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. insecticide]
- εντομολογία η [endomolojía] Ο25 : κλάδος της ζωολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των εντόμων.
[λόγ. < γαλλ. entomologie < αρχ. ἔντομο(ν) + -logie = -λογία]
- εντομολογικός -ή -ό [endomolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εντομολογία: Εντομολογική μελέτη / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. entomologique < entomolog(ie) = εντομολογ(ία) -ique = -ικός]



