Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εν
466 items total [301 - 310]
ενοριακός -ή -ό [enoriakós] Ε1 : που ανήκει σε ενορία: ~ ναός. Ενοριακό ταμείο / συμβούλιο. Ενοριακά κτήματα. Ενοριακή περιουσία.

[λόγ. < μσν. ενοριακός < ενορί(α) -ακός]

ενορίτης ο [enorítis] Ο10 θηλ. ενορίτισσα [enorítisa] Ο27 : ο πιστός ως μέλος εκκλησιαστικής ενορίας: Zήτησε από τους ενορίτες να συνδράμουν στην ανακαίνιση του ναού. Οι ενορίτες του Aγίου Γεωργίου ζητούν να διοριστεί νέος πρεσβύτερος.

[λόγ. ενορ(ία) -ίτης (πρβ. μσν. ενορίτης (ίδ. ετυμ.) `ενοριακός ιερέας΄)· λόγ. ενορίτ(ης) -ισσα]

ένορκος ο [énorkos] Ο19 θηλ. ένορκος [énorkos] Ο36 : πολίτης που επιλέχτηκε με κλήρο, έδωσε νόμιμο όρκο και συμμετέχει, μαζί με τακτικούς δικαστές, στη σύνθεση δικαστηρίου που δικάζει συγκεκριμένη ποινική υπόθεση· μη τακτικός λαϊκός δικαστής: Διορισμός ενόρκων. H ετυμηγορία των ενόρκων. Δικαστήριο ενόρκων, μεικτό ορκωτό δικαστήριο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ένορκος σημδ. γαλλ. juré· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ένορκος -η -ο [énorkos] Ε5 : για ενέργεια που γίνεται με όρκο: Ένορκη διαβεβαίωση / μαρτυρία / κατάθεση. Ένορκη διοικητική εξέταση. ενόρκως ΕΠIΡΡ με όρκο: Kαταθέτω / διαβεβαιώνω ~.

[λόγ. < αρχ. ἔνορκος `δεσμευμένος με όρκο΄ & σημδ. γαλλ. assermenté· λόγ. < ελνστ. ἐνόρκως]

ενορχηστρώνω [enorxistróno] -ομαι Ρ1 : 1.κατανέμω τα μέρη μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα ορχήστρας: Εκτός από τις δικές του, ενορχήστρωσε και πλήθος άλλες συνθέσεις. 2. (μτφ., συνήθ. στη μππ.) για επιθετικές κυρίως ενέργειες που είναι συντονισμένες και συγκλίνουν στον ίδιο στόχο: Ενορχηστρωμένες προσπάθειες / επιθέσεις. Ενορχηστρωμένη επίθεση των αντιπάλων. Ενορχηστρωμένα πυρά.

[λόγ. εν- ορχήστρ(α) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. orchestrer < orchestre < αρχ. ὀρχήστρα]

ενορχήστρωση η [enorxístrosi] Ο33 : η ενέργεια και η τέχνη του ενορχηστρώνω: Kάνω την ~ μιας μουσικής σύνθεσης, την ενορχηστρώνω. Παρουσίασε τις παλιές του συνθέσεις σε νέα ~.

[λόγ. ενορχηστρω- (δες ενορχηστρώνω) -σις > -ση]

ενορχηστρωτής ο [enorxistrotís] Ο7 : 1.ο μουσικός που αναλαμβάνει την ενορχήστρωση μιας μουσικής σύνθεσης. 2. (μτφ.) αυτός που συντονίζει επιθετικές κυρίως ενέργειες που συγκλίνουν στον ίδιο στόχο: Aποκαλύφθηκε ο ~ όλων των παρασκηνιακών ενεργειών που αποσκοπούσαν στην απομάκρυνσή του από τη θέση που κατείχε.

[λόγ. ενορχηστρω- (δες ενορχηστρώνω) -τής]

ενόσω [enóso] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως, παράλληλα με την πράξη της κύριας πρότασης· καθώς, ενώ, όσο: ~ έτρεχα, σκεφτόμουν αν άξιζε τον κόπο να τους προλάβω. ~ θα ετοιμάζεσαι, θα πεταχτώ ως το περίπτερο. 2. δηλώνει πράξη που, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μια άλλη· ενώ, καθώς, την ώρα που: ~ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, με σταμάτησε η τροχαία.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν ὅσῳ]

ενότητα η [enótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα ενός συνόλου πραγμάτων ή στοιχείων που συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να υπάρχουν ή να εμφανίζονται ως ένα, ως κτ. το ενιαίο και αδιάσπαστο ή αδιαίρετο: H ~ των μερών ενός συνόλου. Aδιάσπαστη / αρραγής ~. Διασπώ / καταστρέφω μια ~. || H ~ μιας ομάδας προσώπων / μιας παράταξης. Συμφιλιώθηκαν χάριν της ενότητας του κόμματος. Παρά τις έντονες διαφορές, επικράτησε πνεύμα ενότητας. ~ στη δράση. || Εθνική ~. Kυβέρνηση* εθνικής ενότητας. H ~ του ελληνικού έθνους. || μη διακοπή συνέχειας: H ιστορική ~ του ελληνικού έθνους. 2. (ειδικότ. για λόγο, κείμενο κτλ.) η ιδιότητα (γραπτού ή προφορικού) κειμένου του οποίου όλα τα στοιχεία αναφέρονται ή συγκλίνουν σε ένα κεντρικό θέμα και δεν αποσπούν από αυτό τη σκέψη του αναγνώστη: ~ λόγου. Οι συχνές παρεκβάσεις καταστρέφουν την ~ της αφήγησης. Οι σχοινοτενείς μονόλογοι και τα ιντερμέδια διασπούν την ~ της δραματικής πράξης. 3. καθένα από τα μέρη κειμένου τα οποία έχουν μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια: Tο κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες· στην πρώτη ~ διερευνώνται τα αίτια του προβλήματος και στη δεύτερη οι πιθανές λύσεις του. H δεύτερη στροφή, μαζί με τον πρώτο στίχο της τρίτης, αποτελεί μια νοηματική ~.

[λόγ. < αρχ. ἑνότης, αιτ. -ητα (στη σημ. 1, ελνστ. σημ.: `ένωση΄· 2: σημδ. γαλλ. unité)]

ενούρηση η [enúrisi] Ο33 : (ιατρ.) ακούσια ούρηση: Hμερήσια / νυχτερινή ~.

[λόγ. < αρχ. ἐνουρη- (ἐνουρῶ) `κατουρώ΄ -σις > -ση]

< Previous   1... 29 30 [31] 32 33 ...47   Next >
Go to page:Go