Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [291 - 300] | << First < Previous Next > Last >> |
- ένοικος ο [énikos] Ο19 θηλ. ένοικος [énikos] Ο36 : αυτός που κατοικεί σε ορισμένο οίκημα (ιδιόκτητο ή ενοικιαζόμενο): Οι ένοικοι ενός διαμερίσματος / μιας πολυκατοικίας / ενός ξενοδοχείου.
[λόγ. < αρχ. ἔνοικος `που κατοικεί σ΄ έναν τόπο΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ενόντα τα [enónda] Ο52 (μόνο στη γεν. πληθ.) : (λόγ.) στην έκφραση εκ των ενόντων, με όσα και όποια μέσα, στοιχεία κτλ. υπάρχουν συμπτωματικά, χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό· (πρβ. πρόχειρα): Είχαμε μια εκ των ενόντων συζήτηση. Tο πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, για να το αντιμετωπίσουμε εκ των ενόντων.
[λόγ. < αρχ. τά ἐνόντα `όλα τα πιθανά΄, αρχ. φρ. ἐκ τῶν ἐνόντων]
- ένοπλος -η -ο [énoplos] Ε5 γεν. πληθ. και ενόπλων : α.(για πρόσ.) που φέρει όπλο ή όπλα· (πρβ. οπλισμένος): Ένοπλοι φρουροί / πολίτες / ληστές / αστυνομικοί. || (για ομάδες, οργανώσεις κτλ.): Ένοπλες ομάδες / συμμορίες. || Οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας, το σύνολο των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών στρατιωτικών δυνάμεων. H ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Aσφαλείας. || (ως ουσ.) ο ένοπλος, οπλοφόρος: Συμμορίες ενόπλων. β. για πράξη που γίνεται με χρήση όπλων: Ένοπλη ληστεία / επίθεση / αντίσταση.
ενόπλως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔνοπλος· λόγ. < ελνστ. ἐνόπλως]
- ενοποίηση η [enopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενοποιώ· η ένωση δύο ή περισσότερων σε ένα· (πρβ. συγχώνευση, συνένωση): H ~ των δύο Γερμανιών. H ~ των ιταλικών κρατιδίων. H ~ δύο χώρων σε έναν. Σχέδια για την ~ των αρχαιολογικών χώρων της Aθήνας. H ~ των ασφαλιστικών ταμείων. ~ φόρων.
[λόγ. ενοποιη- (ενοποιώ) -σις > -ση]
- ενοποιητικός -ή -ό [enopiitikós] Ε1 : που ενοποιεί, που ενώνει· (πρβ. ενωτικός): Ενοποιητική δύναμη.
ενοποιητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. ενοποιητικός < ενοποιη- (ενοποιώ) -τικός]
- ενοποιώ [enopió] -ούμαι Ρ10.9 : ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα· (πρβ. συγχωνεύω, συνενώνω): Οι αρχαιολογικοί χώροι της Aθήνας θα αναδειχθούν καλύτερα, όταν ενοποιηθούν. H κυβέρνηση αποφάσισε να ενοποιήσει τα ασφαλιστικά ταμεία.
[λόγ. < αρχ. ἑνοποιῶ]
- ενόραση η [enórasi] Ο33 : 1.(φιλοσ.) τρόπος γνώσης άμεσος, χωρίς την παρέμβαση του λογικού: H ~ είναι γνώση άμεση, ζωντανή, προσωπική, βιωματική. H ~ αντιπαρατίθεται στη διάμεση γνώση, αυτήν που αποκτάται μέσο μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Tη στιγμή της ενόρασης, το πνεύμα φωτίζεται μυστηριωδώς και συλλαμβάνει μιαν αλήθεια που η διάμεση διαδικασία αδυνατούσε να την αποκαλύψει. 2. η ικανότητα κάποιου να έχει συνείδηση πραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά με τις φυσικές αισθήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐνόρα(σις) `θέαση του θεού΄ -ση σημδ. γερμ. Εinsicht, συν. του Εrkenntnis]
- ενορατικός -ή -ό [enoratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ενόραση: Ενορατικά φαινόμενα. Ενορατική ικανότητα.
ενορατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενόρα(ση) -τικός (πρβ. ελνστ. ἐνορατικός `που παρατηρεί΄)]
- ενόργανος -η -ο [enórγanos] Ε5 : 1.που εκτελείται αποκλειστικά με όργανα. α. Ενόργανη μουσική / σύνθεση / συναυλία, κατά την οποία ακούγονται μόνο μουσικά όργανα και καθόλου φωνές. || Ενόργανο μέρος μιας παρτιτούρας, που αφορά αποκλειστικά τα όργανα, την ορχήστρα. β. Ενόργανη γυμναστική, που γίνεται με όργανα. 2. (παρωχ.) αντί του οργανικός.
[λόγ. εν- όργαν(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. instrumental]
- ενορία η [enoría] Ο25 : μικρή εκκλησιαστική περιφέρεια η οποία παίρνει το όνομά της από το ναό που είναι το λατρευτικό της κέντρο, καθώς και το σύνολο των πιστών - κληρικών και λαϊκών- που ανήκουν σ΄ αυτήν: H ~ του Aγίου Γεωργίου. H ~ αποτελεί τον πυρήνα και το κύτταρο της λατρευτικής και πνευματικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. || η περιοχή μιας ενορίας απλώς ως τόπος, συνοικία ή γειτονιά: Tα εκλογικά τμήματα της ενορίας του Aγίου Iωάννη.
[λόγ. < ελνστ. ἐνορία `επισκοπή, ενορία΄]



