Dictionary of Standard Modern Greek
466 items total [171 - 180] | << First < Previous Next > Last >> |
- ενενηκοστός -ή -ό [enenikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ενενήντα: Στην ενενηκοστή πρώτη σελίδα. Πέθανε στο ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, ενενήντα ετών. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ογδοηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενενηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η ενενηκοστή, η ενενηκοστή δύναμη: Yψώ νω έναν αριθμό στην ενενηκοστή. 2. το ενενηκοστό, το ένα από τα ενενήντα ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοστός]
- ενενήντα [enenínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από ενενήντα (90) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες. || (αντί του τακτικού ενενηκοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ενενηκοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.) το ενενήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατόν ογδόντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό ενενήντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο ενενήντα. γ. το ΄90 (΄90), αντί 1990: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία ενενήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[μσν. ενενήντα < αρχ. ἐνενήκοντα απλολ. κατά το τριάντα]
- ενενηντάρης ο [enenindáris] Ο11 θηλ. ενενηντάρα [enenindára] Ο25α & ενενηντάρισσα [enenindárisa] Ο27 : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών. || (ως επίθ.) ενενηντάχρονος.
[ενενήντ(α) -άρης· ενενηντάρ(ης) -α· ενενηντάρ(ης) -ισσα]
- ενενηντάρι το [enenindári] Ο44 : (οικ.) 1. σύνολο από ενενήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Mας στοιχίζει ένα ~ το μήνα, ενενήντα χιλιάδες. 2. μηχανάκι ενενήντα κυβικών.
ενενηνταράκι το YΠΟKΟΡ. [ενενήντ(α) -άρι]
- ενενηνταριά η [enenindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου ενενήντα: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~.
[ενενήντ(α) -αριά]
- ενενηντάχρονος -η -ο [enenindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών: ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ενενηντάχρονος, θηλ. ενενηντάχρονη, ο ενενηντάρης. γ. (ως ουσ.) τα ενενηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. ενενήντα + -χρονος]
- ενεός -ή -ό [eneós] Ε1 : (λόγ.) άφωνος, βουβός, αμήχανος από κατάπλη ξη· άναυδος, εμβρόντητος, κατάπληκτος: Ενεοί παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Στέκονται ενεοί μπροστά στο τόλμημά του.
[λόγ. < αρχ. ἐνεός]
- ενεπίγραφος -η -ο [enepíγrafos] Ε5 : που φέρει επιγραφή. ANT ανεπίγραφος: Ενεπίγραφη στήλη.
[λόγ. εν- επιγραφ(ή) -ος]
- ενέργεια η [enérjia] Ο27 : πράξη, κίνηση, λειτουργία που τείνει να μεταβάλει μια κατάσταση, να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα. 1. πράξη, δράση, κίνηση, προσπάθεια για την επιτυχία αποτελέσματος: Εχθρική / φιλική ~, πράξη. Θέτω / βάζω σε ~ κτ., σε κίνηση, σε δράση. Άκαρπη / αποτελεσματική ~. Bάζω σ΄ ~ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. || (έκφρ.) εν ενεργεία, για στρατιωτικούς (και με επέκτ. για άλλους υπαλλήλους) που βρίσκονται στην ενεργό υπηρεσία: Εν ενεργεία στρατιωτικός / υπάλληλος / πολιτικός. 2. (φυσ.) η ιδιότητα υλικού σώματος να παράγει έργο· ό,τι μπορεί να μεταβληθεί σε μηχανικό έργο ή ό,τι παράγεται με την κατανάλωση μηχανικού έργου: Hλιακή / αιολική / γεωθερμική ~. πυρηνική ~. Ύλη και ~. Ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας. Ήπιες* μορφές ενέργειας. 3. δράση, επενέργεια: ~ φαρμακευτικής ουσίας. Πόση ώρα διαρκεί η ~ αυτού του παυσίπονου;
[λόγ.: 1: αρχ. ἐνέργεια· 2: σημδ. γαλλ. énergie & αγγλ. energy < υστλατ. energeia < αρχ. ἐνέργεια· 3: κατά τη σημ. του ενεργώ4]
- ενεργειακός -ή -ό [enerjiakós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στις μορφές ενέργειας τις οποίες χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να παράγει (ωφέλιμο) έργο: Ο ~ πλούτος μιας χώρας. Οι ενεργειακές πηγές. Tο ενεργειακό πρόβλημα. Ενεργειακή κρίση, τα αρνητικά αποτελέσματα που δημιουργούνται από την έλλειψη πηγών ενέργειας και ιδίως του πετρελαίου.
[λόγ. ενέργει(α) -ακός]