Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενάμισης μιάμιση ενάμισι [enámisis mnámisi enámisi] αριθμτ. επίθ. : ένας και μισός: ~ χρόνος. Mιάμιση ώρα. Ενάμισι μέτρο. Σε διάστημα ενάμιση χρόνου / μιάμισης ώρας / ενάμισι έτους. || Tι ώρα είναι; - Mιάμιση.
[μσν. *ενάμισης (πρβ. μσν. ανάμισης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < ουδ. *ενάμισι -ς· μιά-μιση κατά τα ενάμισης, ενάμισι· μσν. *ενάμισι < *ενάημισι με αποφυγή της χασμ. < ένα + ήμισυ (πρβ. ελνστ. ἑνήμισυ)]



