Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εμφύλιος
1 item total
εμφύλιος -α -ο [emfílios] Ε6 : για ένοπλη σύγκρουση ή οξύτατη διαμάχη ή αντιπαράθεση ατόμων ή ομάδων που ανήκουν στο ίδιο ευρύτερο σύνολο (κυρίως φυλή, έθνος, κράτος, οργάνωση κτλ.): ~ πόλεμος / σπαραγμός. Εμφύλια διαμάχη. Εμφύλιες έριδες / συγκρούσεις. Εμφύλιο μίσος. || (ως ουσ.) ο εμφύλιος, για εμφύλιο πόλεμο και ειδικότερα για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα μετά το τέλος του β' παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. < αρχ. ἐμφύλιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go