Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εμπρησμός
1 item total
εμπρησμός ο [embrizmós] Ο17 : πρόκληση πυρκαγιάς και καταστροφή πράγματος, κυρίως από δόλια προαίρεση· πυρπόληση: Δράστης εμπρησμού, εμπρηστής. Aπόπειρα εμπρησμού. ~ δάσους / οικοδομήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπρησμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go