Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελκυσμός
1 item total
ελκυσμός ο [elkizmós] Ο17 : (λόγ.) έλξη, τράβηγμα. || (ειδικότ.): ~ καπνοδόχου / αεραγωγού, το ρεύμα αέρος που τραβά τον καπνό ή γενικώς τα αέρια προϊόντα της καύσης προς την έξοδο· τράβηγμα: Φυσικός / τεχνητός ~.

[λόγ. < ελνστ. ἑλκυσμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go