Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκλύω [eklío] -ομαι Ρ9 αόρ. εξέλυσα, απαρέμφ. εκλύσει : (φυσ., για υλικό σώμα) απελευθερώνω, αποδεσμεύω ενέργεια ή ύλη και τη διαχέω στο περιβάλλον: Εκλύεται υδρογόνο.
[λόγ. < αρχ. ἐκλύω `ελευθερώνω, ξελύνω΄]



