Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκβολή
1 item total
εκβολή η [ekvolí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : το μέρος όπου ένα ποτάμι εκβάλλει, χύνει τα νερά του, στη θάλασσα· (πρβ. δέλτα): Οι εκβολές του Aξιού.

[λόγ. < αρχ. ἐκβολή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go