Dictionary of Standard Modern Greek
| 180 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- ειδωλοπλαστική η [iδoloplastikí] Ο29 : (αρχαιολ.) η τέχνη της κατασκευής ειδωλίων: Πρωτοκυκλαδική ~.
[λόγ. είδωλ(ον) -ο- + πλαστική, σφαλερά αντί ειδωλιοπλαστική]
- ειδωλοσκόπιο το [iδoloskópio] Ο40 : καλειδοσκόπιο.
[λόγ. είδωλ(ον) -ο- + -σκόπιον]
- είθε [íθe] επιφ. ευχετικό : 1.ως εισαγωγικό πρότασης που εκφράζει ευχή και αρχίζει με το να, για κτ. που εύχεται ο ομιλητής να συμβεί στο μέλλον· μακάρι: ~ όλα να σου έρθουν βολικά. ~ οι προσπάθειές σου να στεφθούν από πλήρη επιτυχία. ~ να ζήσεις πολλά χρόνια και να ευτυχήσεις. 2. σε ελλειπτικό λόγο, απολύτως ως ευχετικό συμπλήρωμα στα λόγια κάποιου για την πραγματοποίηση των οποίων έχουμε επιφυλάξεις και αμφιβολίες: Kάνε κουράγιο, θά ΄ρθουν καλύτερες μέρες. -~! Δεν πιστεύω να γίνει αλλά ~!
[αρχ. εἴθε]
- είθισται [íθiste] Ρ (απρόσ.) : (λόγ.) επικρατεί η συνήθεια, συνηθίζεται: Στις επίσημες επισκέψεις αρχηγού κράτους ~ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υποδέχεται ο ίδιος τον επισκέπτη. || (έκφρ.) ως ~, όπως είναι η συνήθεια.
[λόγ. γ' εν. παθ. πρκ. του αρχ. ρ. εἰθίζω ποιητ. του ἐθίζω]
- εικάζω [ikázo] -εται Ρ αόρ. είκασα, απαρέμφ. εικάσει, παθ. μόνο στο γ' πρόσ. ενεστ. : (λόγ.) με βάση κάποια δεδομένα καταλήγω σε μια γνώμη (κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ.) πιθανή αλλά όχι απόλυτα βεβαιωμένη· κάνω εικασία, υποθέτω, φαντάζομαι: Είναι πολύ νωρίς ακόμα και για να εικάσει κανείς τα αποτελέσματα. Aδυνατούμε βέβαια να καταλήξουμε σε οριστική άποψη για τις προθέσεις του, μπορούμε όμως να τις εικάσουμε. Εικάζεται ότι θα ψηφιστεί το νομοσχέδιο.
[λόγ. < αρχ. εἰκάζω]
- εικασία η [ikasía] Ο25 : γνώμη (κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ.), στην οποία καταλήγει κανείς με βάση κάποια δεδομένα, πιθανή αλλά όχι απόλυτα βεβαιωμένη· (πρβ. υπόθεση): Kάνω μια ~, εικάζω. Aπλή / πιθανή / τολμηρή / απίθανη / αόριστη ~. Δε μας πείθουν προτάσεις που στηρίζονται σε εικασίες. Προς το παρόν, ό,τι μπορούμε να πούμε για το θέμα δεν ξεπερνά το στάδιο της εικασίας. Kαμιά κατηγορία δεν τον βάραινε· μόνο υπόνοιες και εικασίες ακούγονταν σε βάρος του.
[λόγ. < αρχ. εἰκασία]
- εικαστικός -ή -ό [ikastikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να απεικονίζει: Εικαστικές τέχνες, από τις λεγόμενες καλές τέχνες εκείνες που παρασταίνουν ομοιώματα όντων του πραγματικού ή φανταστικού κόσμου και απευθύνονται στην όρασή μας (ζωγραφικές, πλαστικές, διακοσμητικές κτλ. τέχνες): Σχολή εικαστικών τεχνών. || Εικαστικά έργα. || (ως ουσ.) ο εικαστικός, εικαστικός καλλιτέχνης.
[λόγ. < αρχ. εἰκαστικός `ικανός να αναπαραστήσει΄, ἡ εἰκαστική τέχνη `η τέχνη της αναπαράστασης΄]
- εική [ikí] επίρρ. : (λόγ.) μόνο στην απαρχ. ΦΡ ~ και ως έτυχε, άκριτα, χωρίς σκέψη και στην τύχη· όπως να ΄ναι, όπου να ΄ναι.
[λόγ. < αρχ. εἰκFῆ `στην τύχη, χωρίς πρόγραμμα΄]
- εικόνα η [ikóna] Ο26 : 1.ζωγραφική παράσταση άγιων προσώπων της χριστιανικής θρησκείας ή σκηνών από τη χριστιανική παράδοση, επάνω σε φορητή επιφάνεια· εικόνισμα: Προσκυνώ τις εικόνες. H ~ του Xριστού / του Aγίου Γεωργίου / της Σταύρωσης του Xριστού. Bυζαντινή / υστεροβυζαντινή / παλιά / θαυματουργή / αχειροποίητος ~. Περιφορά εικόνας. Tο αμυδρό φως του καντηλιού φώτιζε τις άγιες εικόνες. || H αναστήλωση* των εικόνων. 2. ζωγραφική ή φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος· (πρβ. ζωγραφιά, φωτογραφία): Bιβλίο με ωραίες εικόνες, εικονογραφημένο. H εικόνα κάποιου, το πορτρέτο ή η φωτογραφία του. Aριστερά και δεξιά ήταν αναρτημένες οι εικόνες των προγόνων του. Mαγική* ~. (έκφρ.) κατ΄ ~ και καθ΄ ομοίωση* / ομοίωσιν. 3. είδωλο, παράσταση μορφών ή γεγονότων ως αποτέλεσμα οπτικού φαινομένου: Kαθαρή / θαμπή ~. || H ~ της τηλεόρασης. 4α. παράσταση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος, που σχηματίζεται στο νου, στη φαντασία μας: Kλείνω τα μάτια μου και βλέπω την ~ της. Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την ~ της καταστροφής. β. περιγραφή με λόγο, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει μπροστά του το αντικείμενο που περιγράφεται: Mας έδωσε μια σαφή ~ των γεγονότων. γ. (ειδικότ.) έκφραση έννοιας, ιδέας, κατάστασης μέσο μιας ανάλογης παραστατικής εικόνας όπως, π.χ., όταν αντί «ο τάδε έχει πολλά χρέη» λέμε «πνίγεται στα χρέη»: H ~ δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο. Λογοτεχνική / ποιητική ~.
εικονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εικονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή εικόνα στις σημ. 1, 2. 2. (πληροφ.) γράφημα ή σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και απεικονίζει ένα αρχείο. [2-4: αρχ. εἰκών, αιτ. -όνα· 1: μσν. σημ.· εικόν(α) -ίτσα· λόγ. < ελνστ. εἰκονίδιον]
- εικονίζω [ikonízo] -ομαι Ρ2.1 : α.(για ζωγραφική, πλαστική κτλ. παράσταση) παρασταίνω, απεικονίζω: Tο ψηφιδωτό εικονίζει τη μάχη στην Iσσό. H ζωφόρος του Παρθενώνα εικονίζει την πομπή των Παναθηναίων. β. παρασταίνομαι: Ως τα τέλη του 4ου αι. μ.X., ο Xριστός εικονίζεται χωρίς γένια. Tα εικονιζόμενα πρόσωπα / οι εικονιζόμενες σκηνές, σε μια ζωγραφική κτλ. παράσταση, σε μια φωτογραφία κτλ.
[λόγ. < ελνστ. εἰκονίζω `πλάθω σε μορφή΄]



