Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ει
180 items total [111 - 120]
ειρηνιστικός -ή -ό [irinistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνισμό ή στον ειρηνιστή· που υποστηρίζει τον ειρηνισμό· πασιφιστικός· (πρβ. φιλειρηνικός, ειρηνόφιλος): Ειρηνιστικό κίνημα. Ειρηνιστικές οργανώσεις / κινήσεις.

[λόγ. ειρηνιστ(ής) -ικός]

ειρηνοδικείο το [irinoδikío] Ο39 : κατώτερου βαθμού μονομελές δικαστήριο που εκδικάζει αστικές διαφορές οι οποίες ορίζονται από το νόμο.

[λόγ. ειρηνοδίκ(ης) -είον]

ειρηνοδίκης ο [irinoδíkis] Ο10 θηλ. ειρηνοδίκης [irinoδíkis] & (προφ.) ειρηνοδίκισσα [irinoδíkisa] Ο27 : δικαστής ειρηνοδικείου.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εἰρηνοδίκαι `σώμα Ρωμαίων ιερέων που επέβλεπε τις συνθήκες με άλλους λαούς΄ σημδ. γαλλ. juge de paix (ίσως μτφρδ. του ελνστ. εἰρηνοδίκαι)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. ειρηνοδίκ(ης) -ισσα]

ειρηνοποιός -ός -ό [irinopiós] Ε13 : που αποκαθιστά την ειρήνη, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. εἰρηνοποιός]

ειρηνόφιλος -η -ο [irinófilos] Ε5 : που αγαπά, θέλει και επιδιώκει την ειρήνη· φιλειρηνικός: ~ λαός. ANT φιλοπόλεμος. Ειρηνόφιλη πολιτική. ANT φιλοπολεμικός. || (ως ουσ., για πρόσ.) οπαδός της ειρήνης ή του ειρηνισμού· (πρβ. ειρηνιστής).

[λόγ. ειρήν(η) -ο- + φίλος]

ειρηνοφόρος -α -ο [irinofóros] Ε4 : (λογοτ.) που φέρνει την ειρήνη, την ηρεμία και την ησυχία: Ειρηνοφόρες αγκαλιές. Ειρηνοφόρα χαρά.

[λόγ. < ελνστ. εἰρηνοφόρος]

ειρήσθω [irísθo] Ρ : μόνο στη λόγια έκφραση ~ εν παρόδω*.

[λόγ. < αρχ. εἰρήσθω γ' εν. προστ. παθ. πρκ. του ρ. λέγω + φρ. ἐν παρόδῳ (δες λ.)]

ειρκτή η [irktí] Ο29 : 1. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας, που προβλεπόταν από ειδικούς νόμους και είχε διάρκεια πέντε έως δέκα ετών, όπως και η προβλεπόμενη από τη σημερινή νομοθεσία κάθειρξη. 2. ο τόπος έκτισης αυτής της ποινής.

[λόγ. < αρχ. εἱρκτή `χώρος φυλακής΄]

Ειρμολόγιο το [irmolójio] Ο40 : (εκκλ.) μουσικό και λειτουργικό βιβλίο που περιέχει κυρίως τους ειρμούς των κανόνων.

[λόγ. < μσν. ειρμολόγιον < ειρμ(ός) -ο- + -λόγιον]

ειρμός ο [irmós] Ο17 : 1. λογική σειρά διανοημάτων, απόψεων, λόγων: Mου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεων / των λόγων του. Mη με διακόπτεις, γιατί χάνω τον ειρμό της σκέψης μου. H αφήγησή του δεν είχε κανέναν ειρμό. Λογικός ~, κατά τον οποίο η κάθε πρόταση, σκέψη κτλ. αποτελεί λογική ακολουθία της προηγούμενης. Ψυχολογικός ~, διαδοχή παραστάσεων σύμφωνα με την τυχαία σχέση που απόκτησαν όταν πρωτοσχηματίστηκαν μαζί στη συνείδησή μας. 2. (εκκλ.) το πρώτο ιδιόμελο τροπάριο κάθε ωδής των κανόνων, κατά το μέλος του οποίου ρυθμίζονται και άλλα τροπάριά της.

[λόγ.: 1: αρχ. εἱρμός `ακολουθία΄· 2: μσν. σημ.]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...18   Next >
Go to page:Go