Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εισέρχομαι [isérxome] Ρ αόρ. εισήλθα, απαρέμφ. εισέλθει : (λόγ.) 1. μπαί νω μέσα σε χώρο. ANT εξέρχομαι: H αμαξοστοιχία θα εισέλθει στο σταθμό από την τρίτη γραμμή. H πομπή των επισήμων εισήλθε στην πόλη από την ανατολική πύλη. 2. γίνομαι δεκτός στο χώρο μιας οργανωμένης δραστηριότητας: ~ σε μια (δημόσια) υπηρεσία, γίνομαι μέλος της, υπάλληλός της: Εισήλθε στο δικαστικό σώμα. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, εγγράφομαι ως σπουδαστής, εισάγομαι, μπαίνω. 3. (μπε.) α. Tα εισερχόμενα έγγραφα και ως ουσ. τα εισερχόμενα, έγγραφα που παραλαμβάνει μια υπηρεσία και τα καταχωρίζει στο πρωτόκολλό της, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που εκδίδει και παραδίδει σε άλλους. ANT εξερχόμενα. β. ΦΡ όχι τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα*.
[λόγ. < αρχ. εἰσέρχομαι (3α: μτφρδ. αγγλ. incoming mail)]



