Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ειρμός ο [irmós] Ο17 : 1. λογική σειρά διανοημάτων, απόψεων, λόγων: Mου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεων / των λόγων του. Mη με διακόπτεις, γιατί χάνω τον ειρμό της σκέψης μου. H αφήγησή του δεν είχε κανέναν ειρμό. Λογικός ~, κατά τον οποίο η κάθε πρόταση, σκέψη κτλ. αποτελεί λογική ακολουθία της προηγούμενης. Ψυχολογικός ~, διαδοχή παραστάσεων σύμφωνα με την τυχαία σχέση που απόκτησαν όταν πρωτοσχηματίστηκαν μαζί στη συνείδησή μας. 2. (εκκλ.) το πρώτο ιδιόμελο τροπάριο κάθε ωδής των κανόνων, κατά το μέλος του οποίου ρυθμίζονται και άλλα τροπάριά της.
[λόγ.: 1: αρχ. εἱρμός `ακολουθία΄· 2: μσν. σημ.]



