Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εθ
72 items total [21 - 30]
εθνάρχης ο [eθnáris] Ο10 : ηγέτης έθνους. 1α. κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, επίσημος τίτλος του Πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού, πολιτικού και πνευματικού ηγέτη όλων των Ελλήνων (και των άλλων) ορθοδόξων: Ο απαγχονισμός του εθνάρχη Γρηγορίου του Ε'. β. τίτλος των αρχιεπισκόπων της Kύπρου, επειδή υπήρξαν και πολιτικοί, εθνικοί ηγέτες: Ο ~ Mακάριος. 2. τιμητική προσωνυμία πολιτικού ηγέτη που εκφράζει τα οράματα ενός ολόκληρου έθνους και έχει καθολικό κύρος και αποδοχή.

[λόγ. < ελνστ. ἐθνάρχης `κυβερνήτης φυλής ή έθνους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. έθνος]

εθναρχία η [eθnarxía] Ο25 : το αξίωμα και η εξουσία του εθνάρχη: Διάγγελμα της εθναρχίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐθναρχία `διοικητική περιοχή κατά τη ρωμαϊκή εποχή με κυβερνήτη εθνάρχη΄]

εθνεγερσία η [eθnejersía] Ο25 : καθολική εξέγερση, επανάσταση ενός έθνους για την απελευθέρωσή του από ξένο ζυγό, κυρίως για την ελληνική επανάσταση του 1821· (πρβ. παλιγγενεσία): H επέτειος / ο εορτασμός της εθνεγερσίας.

[λόγ. εθν(ο)- + έγερσ(ις) -ία]

εθνεγέρτης ο [eθnejértis] Ο10 : αυτός που κινεί υπόδουλο έθνος σε εξέγερση, σε εθνεγερσία.

[λόγ. εθνεγερ(σία) -της]

εθνεγερτικός -ή -ό [eθnejertikós] Ε1 : που κινεί ένα υπόδουλο έθνος σε επανάσταση, σε εθνεγερσία: Tο εθνεγερτικό κήρυγμα. Εθνεγερτική κίνηση / δράση.

[λόγ. εθνεγέρτ(ης) -ικός]

έθνικ [éθnik] Ε (άκλ.) : που έχει σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κυρίως πολιτιστικά, ενός εθνικού συνόλου: Mουσική / ντύσιμο / χορός / φαγητά / διακόσμηση ~.

[λόγ. < αγγλ. ethnic (στη νέα σημ.) < υστλατ. ethnicus < ελνστ. ἐθνικός]

εθνικισμός ο [eθnikizmós] Ο17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός): Aκραίος / επιθετικός ~. Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό.

[λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. nationalism ή γαλλ. nationalisme]

εθνικιστής ο [eθnikistís] Ο7 θηλ. εθνικίστρια [eθnikístria] Ο27 : 1.αυτός που είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα δικά του εθνικά ιδεώδη και αγωνίζεται με τόσο πάθος και φανατισμό για την επικράτησή τους, ώστε να εκδηλώνει μια συμπεριφορά περιφρόνησης και εχθρότητας προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινιστής, υπερπατριώτης): Bίαιες εκδηλώσεις φανατικών εθνικιστών σε βάρος της μειονότητας. 2. αυτός που αγωνίζεται για τα δικά του εθνικά ιδεώδη με πάθος, αλλά χωρίς να παύει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα δίκαια άλλων εθνών· (πρβ. πατριώτης): Εθνικιστές συγκρούστηκαν με δυνάμεις των αποικιοκρατών. || (ως επίθ.): Εθνικιστές αντάρτες.

[λόγ. εθνικ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. nationalist ή γαλλ. nationaliste · λόγ. εθνικισ(τής) -τρια]

εθνικιστικός -ή -ό [eθnikistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικισμό ή στον εθνικιστή· (πρβ. σοβινιστικός): Εθνικιστική πολιτική / παράταξη / κυβέρνηση. Εθνικιστικό κόμμα. Εθνικιστικές τάσεις / εκδηλώσεις.

[λόγ. εθνικιστ(ής) -ικός]

εθνικοαπελευθερωτικός -ή -ό [eθnikoapelefθerotikós] Ε1 : εθνικός και απελευθερωτικός· που έχει στόχο του την απελευθέρωση ενός έθνους από ξένο ζυγό: Εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση / οργάνωση / πολιτική. Εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο. ~ στρατός. Εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις. Εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες. Tα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τρίτου κόσμου.

[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + απελευθερωτικός]

< Previous   1 2 [3] 4 5 ...8   Next >
Go to page:Go