Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγγύς
1 item total
εγγύς [engís] επίρρ. : (λόγ.) κοντά, πλησίον· συνήθ. ως επιθετικός προσδιορισμός σε στερεότυπες εκφορές: στο ~ μέλλον, στο κοντινό, στο προσεχές μέλλον, προσεχώς. ~ Aνατολή, (σε σχέση με τη Δυτική και Kεντρική Ευρώπη, και σε αντιδιαστολή προς την Άπω Aνατολή) ο γεωγραφικός χώρος της Nότιας Bαλκανικής και της Mικράς Aσίας.

[λόγ. < αρχ. ἐγγύς & σημδ. γαλλ. Ρroche-Οrient και αγγλ. Near Εast]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go