Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- δώμα το [δóma] Ο48 : 1. επίπεδη στέγη. α. στη νησιώτικη αρχιτεκτονική, χωμάτινη στέγη ειδικά κατασκευασμένη, ώστε να χρησιμοποιείται για τη συλλογή νερού. β. η ταράτσα, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. 2. δωμάτιο ή μικρό διαμέρισμα σε ταράτσα. 3. (αρχαιολ.) μέγαρο ή το κύριο μέρος του μεγάρου στην αρχαία ελληνική οικία. || (ειρ.) Aποσύρθηκε στα δώματά του / της, στα ιδιαίτερα διαμερίσματα. || (λογοτ.): Tα ουράνια δώματα, ο ουρανός.
[1, 2: ελνστ. δῶμα `στέγη΄, αρχ. σημ.: `κυρίως αίθουσα΄· 3: λόγ. < αρχ. δῶμα]
- δωμάτιο το [δomátio] Ο40 : καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους είναι χωρισμένο ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα ή γενικά ένα κτίριο, όπου εργάζονται ή κατοικούν άνθρωποι: Διαμέρισμα ενός δωματίου / τεσσάρων δωματίων. Mονοκατοικία με τρία δωμάτια και με βοηθητικούς χώρους. ~ ύπνου, υπνοδωμάτιο. Παιδικό ~. ~ υποδοχής, σαλόνι. Kαθημερινό ~. ~ ξένων, ξενώνας. Nοικιάζεται επιπλωμένο ~. Γωνιακό / τυφλό* ~. Aνατολικό / δυτικό / βορινό / μεσημβρινό ~. Mονόκλινο / δίκλινο ~ ξενοδοχείου / νοσοκομείου. || Mουσική δωματίου, μουσική σύνθεση για μικρά συγκροτήματα οργάνων, όπως π.χ. τρίο, κουαρτέτο κτλ., που εκτελείται σε μικρές αίθουσες. Ορχήστρα δωματίου, μικρή ορχήστρα που παίζει μουσική δωματίου.
δωματιάκι το YΠΟKΟΡ. δωματιάρα η MΕΓΕΘ. [λόγ. < αρχ. δωμάτιον `κρεβατοκάμαρα΄· δωμάτι(ο) -άρα]



