Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δύστροπος
1 item total
δύστροπος -η -ο [δístropos] Ε5 : που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες, που δείχνει έλλειψη προσαρμοστικότητας, συμβιβαστικότητας, συνεργασίας: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. δύστροπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go