Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυστυχώς
1 item total
δυστυχώς [δistixós] επιρρ. τροπ. : ως έκφραση λύπης για κάποιο δυσάρεστο συμβάν. ANT ευτυχώς: H εγχείρηση, ~, απέτυχε. ~ δε θα μπορέσω να σε εξυπηρετήσω. ~ απέτυχες στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go