Dictionary of Standard Modern Greek
| 125 items total [71 - 80] | << First < Previous Next > Last >> |
- δυσμηνορροϊκός -ή -ό [δizminoroikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στη δυσμηνόρροια.
[λόγ. < γαλλ. dysménorrhéique < dysménorrhé(e) = δυσμηνόρρο(ια) -ique = -ικός]
- δυσμνησία η [δizmnisía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή της μνήμης.
[λόγ. < γαλλ. dysmnésie < dys- = δυσ- + αρχ. μνησ- κατά το amnésie = αμνησία]
- δύσμοιρος -η -ο [δízmiros] Ε5 : κακότυχος, άμοιρος: Tον βρήκαν τόσες συμφορές, το δύσμοιρο.
[λόγ. < αρχ. δύσμοιρος]
- δυσμορφία η [δizmorfía] Ο25 : α. η ιδιότητα του δύσμορφου· ασχήμια. β. (ιατρ.) η εκ γενετής ή η επίκτητη ανωμαλία στη μορφή του ανθρώπινου σώματος: ~ του προσώπου / των άκρων. Πολλές δυσμορφίες διορθώνονται με την πλαστική χειρουργική.
[λόγ. < αρχ. δυσμορφία]
- δύσμορφος -η -ο [δízmorfos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) άσχημος.
[λόγ. < αρχ. δύσμορφος]
- δυσνόητος -η -ο [δiznóitos] Ε5 : για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το καταλάβει. ANT ευκολονόητος· (πρβ. ευνόητος): Δυσνόητο κείμενο / βιβλίο. || ~ συγγραφέας / φιλόσοφος, που διατυπώνει τις σκέψεις του με δυσνόητο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. δυσνόητος]
- δυσοίωνος -η -ο [δisíonos] Ε5 : που προμηνύει κτ. κακό, κάποια συμφορά. ANT ευοίωνος: Δυσοίωνη συγκυρία. Δυσοίωνα σημεία / σημάδια. || Δυσοίωνες προβλέψεις, πολύ απαισιόδοξες.
[λόγ. δυσ- οιων(ός) -ος]
- δυσοσμία η [δisozmía] Ο25 : 1. πολύ δυσάρεστη μυρωδιά: Οι ανοιχτοί οχετοί δημιουργούν μια αφόρητη ~. H ~ του στόματος / του σώματος. 2. (μτφ.) τα στοιχεία που συνθέτουν μια κατάσταση ηθικής κατάπτωσης και η δυσφορία που δημιουργείται στις συνειδήσεις αυτών που την πληροφορούνται: Mας έπνιξε η ~ των οικονομικών / των κοινωνικών σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. δυσοσμία]
- δύσοσμος -η -ο [δísozmos] Ε5 : (ιατρ.) 1. που αναδίδει πολύ άσχημη μυρωδιά, που από τη φύση του μυρίζει άσχημα: Tο σκόρδο είναι δύσοσμο φυτό. ANT εύοσμος. Δύσοσμα σωματικά υγρά. 2. (μτφ.) που προδίδει την ηθική σήψη: H δύσοσμη πραγματικότητα.
δύσοσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δύσοσμος]
- δυσουρία η [δisuría] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην ούρηση: Πάσχει από ~.
[λόγ. < αρχ. δυσουρία]



