Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυσ%
125 items total [91 - 100]
δυσπλασικός -ή -ό [δisplasikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με τη δυσπλασία.

[λόγ. δυσπλασ(ία) -ικός μτφρδ. αγγλ. dysplastic]

δύσπνοια η [δíspnia] Ο27 : (ιατρ.) δυσκολία στην αναπνοή, που δημιουργεί έντονη δυσφορία.

[λόγ. < αρχ. δύσπνοια]

δυσπνοϊκός -ή -ό [δispnoikós] Ε1 : (ιατρ.) 1. που έχει σχέση με τη δύσπνοια: Δυσπνοϊκά φαινόμενα. 2. που υποφέρει από δύσπνοια: Δυσπνοϊκό άτομο.

[λόγ. < ελνστ. δυσπνοϊκός]

δυσπραγία η [δisprajía] Ο25 : δυσκολία στην αντιμετώπιση των οικονομικών κυρίως προβλημάτων: Οικονομική ~. H έλλειψη πιστώσεων αποτελεί τη μόνιμη αιτία δυσπραγίας στον τομέα της παιδείας.

[λόγ. < αρχ. δυσπραγία `κακή τύχη΄]

δυσπραγώ [δispraγó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, από οικονομική κυρίως άποψη.

[λόγ. < αρχ. δυσπραγῶ]

δυσπρόσιτος -η -ο [δisprósitos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος. 1. για τόπο με τον οποίο η επικοινωνία είναι δύσκολη εξαιτίας φυσικών εμποδίων: Δυσπρόσιτα χωριά / μοναστήρια. Δυσπρόσιτες περιοχές. Εκπαιδευτικοί που δηλώνουν ότι θέλουν να εργαστούν σε δυσπρόσιτες περιοχές. 2α. για άτομο πολυάσχολο ή πολύ εσωστρεφές με το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επικοινωνήσει. β. για κτ., π.χ. πολιτισμικό αγαθό, πληροφορία κτλ., που δεν μπορεί εύκολα να τεθεί στη διάθεση οποιουδήποτε: Δυσπρόσιτα ιστορικά αρχεία. || δυσνόητος: H μοντέρνα τέχνη είναι δυσπρόσιτη στο ευρύ κοινό.

[λόγ. < ελνστ. δυσπρόσιτος (αρχ. για άνθρωπο)]

δυσπρόφερτος -η -ο [δisprófertos] Ε5 : για φθόγγο ή για λέξη που προφέρεται δύσκολα· δυσκολοπρόφερτος: Δυσπρόφερτα συμφωνικά συμπλέγματα.

[λόγ. δυσ- προφέρ(ω) -τος]

δυστοκία η [δistokía] Ο25 : 1. (ιατρ.) δυσκολία κατά τη διεξαγωγή του τοκετού, δύσκολος τοκετός. 2. (μτφ.) δυσκολία στην ολοκλήρωση μιας διαδικασίας: Παρατηρείται μεγάλη ~ στο σχηματισμό της κυβέρνησης.

[λόγ. < αρχ. δυστοκία]

δυστροπία η [δistropía] Ο25 : η ιδιότητα του δύστροπου: H ~ του τον απομάκρυνε από όλους τους φίλους του.

[λόγ. < ελνστ. δυστροπία]

δύστροπος -η -ο [δístropos] Ε5 : που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες, που δείχνει έλλειψη προσαρμοστικότητας, συμβιβαστικότητας, συνεργασίας: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. δύστροπος]

< Previous   1... 8 9 [10] 11 12 13   Next >
Go to page:Go