Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διυλιστήριο το [δiilistírio] Ο40 : βιομηχανικές εγκαταστάσεις όπου διυλίζονται υγρά, κυρίως το αργό πετρέλαιο. || ~ νερού, όπου γίνεται η διήθηση του πόσιμου νερού.
[λόγ. διυλισ- (διυλίζω) -τήριον (πρβ. σπάν. μσν. διυλιστήριον `φίλτρο΄)]



