Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δις
45 items total [11 - 20]
δισέλιδος -η -ο [δiséliδos] Ε5 : α. που αποτελείται από δύο σελίδες: Δισέλιδο έντυπο και ως ουσ. το δισέλιδο. β. που έχει έκταση δύο σελίδων: Δισέλιδο γράμμα / άρθρο.

[λόγ. δι- 1 + -σέλιδος μτφρδ. γερμ. zweiseitig]

δισημία η [δisimía] Ο25 : (γλωσσ.) η διπλή σημασία που εμφανίζει στο λόγο μια λέξη, είτε από μόνη της είτε από τη σύνθεση ή τη σύνταξή της· αμφισημία. || (επέκτ.): H ~ των λόγων του.

[λόγ. δίσημ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. ambivalence]

δίσημος -η -ο [δísimos] Ε5 : που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες· αμφίσημος: Δίσημη πρόταση.

[λόγ. < ελνστ. δίσημος `αμφίβολης μουσικής ποσότητας΄ σημδ. γαλλ. ambivalent]

δισθενής -ής -ές [δisθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος δύο: ~ ρίζα. Δισθενές στοιχείο.

[λόγ. δι- 1 + σθέν(ος) 2 -ής μτφρδ. γαλλ. bivalent]

δισκάδικο το [δiskáδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα όπου πουλούν δίσκους μουσικής, κασέτες, σιντί κτλ.· δισκοπωλείο.

[δίσκ(ος) -άδικο]

δισκάριο το [δiskário] Ο40 : (εκκλ.) ο άγιος δίσκος.

[λόγ. επίδρ. στη λ. δισκάρι < μσν. δισκάρι(ον) (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. δισκάριον `μικρός δίσκος΄]

δισκέτα η [δiskéta] Ο25 : (πληροφ.) δίσκος με επικάλυψη από μαγνητικό υλικό για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή που έχει μικρή χωρητικότητα και δεν είναι μόνιμα προσαρμοσμένος στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

[λόγ. < αγγλ. diskette < disk = δίσκ(ος) -ette = -έτα]

δισκίο το [δiskío] Ο39 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα που έχει σχήμα μικροσκοπικού δίσκου, για να καταπίνεται εύκολα: Ένα ~ ασπιρίνης. Aναβράζοντα δισκία. || (επέκτ.) χάπι.

[λόγ. δίσκ(ος) υποκορ. -ίον μτφρδ. γερμ. Tablette]

δισκοβολία η [δiskovolía] Ο25 : αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει το δίσκο σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση.

[λόγ. < ελνστ. δισκοβολία]

δισκοβόλος ο [δiskovólos] Ο18 : αθλητής που αγωνίζεται στη δισκοβολία.

[λόγ. < ελνστ. δισκοβόλος (για αγάλματα)]

< Previous   1 [2] 3 4 5   Next >
Go to page:Go