Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διούρηση η [δiúrisi] Ο33 : (φυσιολ.) η αποβολή ούρων από τον οργανισμό: Άφθονη ~.
[λόγ. < γαλλ. diurèse < ελνστ. διουρη- (διουρῶ) `ουρώ΄ -se = -σις > -ση]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < γαλλ. diurèse < ελνστ. διουρη- (διουρῶ) `ουρώ΄ -se = -σις > -ση]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |