Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- διορατικότητα η [δioratikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διορατικού, η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος, με βάση κάποια δεδομένα, να διαβλέπει πιθανές εξελίξεις: H διορατικότητά του του επέτρεπε να σχεδιάζει το μέλλον.
[λόγ. διορατικ(ός) -ότης > -ότητα]



