Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δια
608 εγγραφές [61 - 70]
διαγνωστικός -ή -ό [δiaγnostikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διάγνωση1 και κυρίως που είναι κατάλληλος ή ικανός για διάγνωση1: Διαγνωστική μέθοδος. Διαγνωστικό κέντρο. || (ως ουσ.) η διαγνωστική, κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση νοσημάτων.

[λόγ. < ελνστ. διαγνωστικός]

διαγουμίζω [δjaγumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) λεηλατώ, αρπάζω: Οι κατακτητές διαγούμισαν πόλεις και χωριά.

[μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) `διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma `λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]

διαγούμισμα το [δjaγúmizma] Ο49 : (λογοτ.) λεηλασία, αρπαγή: Kυρίευσαν το κάστρο κι άρχισαν το ~.

[διαγουμισ- (διαγουμίζω) -μα]

διαγουμιστής ο [δjaγumistís] Ο9 : (λογοτ.) αυτός που διαγουμίζει, που λεηλατεί.

[διαγουμισ- (διαγουμίζω) -τής]

διάγραμμα το [δiáγrama] Ο49 : 1. γραφική παράσταση: α. των βασικών γραμμών ενός αντικειμένου: Tο ~ του σπιτιού / της μηχανής / της συσκευής. Tοπογραφικό ~. β. της πορείας και των μεταβολών μιας κατάστασης, ενός φαινομένου κ.ά.: ~ του πυρετού / του σεισμού / της γεννητικότητας / της πορείας της οικονομίας. 2. η γενική, περιληπτική διάταξη ενός (γραπτού) έργου· σκελετός: Tο ~ του θεατρικού έργου / του μυθιστορήματος. Είχε γραμμένο σ΄ ένα χαρτί το ~ της διάλεξής του.

[λόγ. < αρχ. διάγραμμα `σχέδιο΄ & σημδ. γαλλ. diagramme & αγγλ. diagram (< αρχ. διάγραμμα)]

διαγραμμίζω [δiaγramízo] -ομαι Ρ2.1 : χαράζω γραμμές για να διαιρέσω ή για να ορίσω κτ.: Διαγραμμισμένη επιφάνεια. Ο δρόμος δόθηκε στην κυκλοφορία πριν να διαγραμμιστεί.

[λόγ. < ελνστ. διαγραμμίζω]

διαγράμμιση η [δiaγrámisi] Ο33 : η χάραξη γραμμών προκειμένου να διαιρεθεί ή να οριστεί κτ.: H ~ της οδού με λευκές γραμμές. || οι αντίστοιχες γραμμές: Δρόμος με / χωρίς διαγραμμίσεις. Mονή / διπλή ~. || (ειδικότ.) η προσθήκη διαγωνίως δύο παράλληλων γραμμών σε επιταγές για λόγους ασφάλειας.

[λόγ. διαγραμμι- (διαγραμμίζω) -σις > -ση]

διαγραφή η [δiaγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγράφω (κυρ. στις σημ. I1, 2). 1. σβήσιμο, απαλοιφή και ιδίως ακύρωση τμημάτων ενός γραπτού κειμένου με τη χρήση ειδικών σημαδιών (γραμμών, X κ.ά.): H ~ μιας παραγράφου / πέντε λέξεων από το κείμενο. || (επέκτ.) κατάργηση: ~ των χρεών. 2. αποκλεισμός και απομάκρυνση κάποιου από ένα οργανωμένο σύνολο, από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων: Aθρόες διαγραφές μελών από το κόμμα.

[λόγ. < ελνστ. διαγραφή, αρχ. σημ.: `διάγραμμα΄]

διαγράφω [δiaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. διέγραψα, απαρέμφ. διαγράψει, παθ. αόρ. διαγράφηκα και διαγράφτηκα, απαρέμφ. διαγραφεί και διαγραφτεί, μππ. διαγραμμένος : I1. με κατάλληλες ενέργειες σβήνω, απαλείφω κτ. γραμμένο και ιδίως ακυρώνω τμήματα ενός γραπτού κειμένου χρησιμοποιώντας ειδικά σημάδια (γραμμές, X κ.ά.): Διέγραψε την τελευταία παράγραφο του κειμένου του. Διαγράφονται τρεις λέξεις. Διέγραψε με ένα χι (X) όλη τη σελίδα. || Διαγράφεται, ειδική ένδειξη χαραγμένη συνήθ. πάνω σε σφραγίδα με την οποία ακυρώνεται κτ. (π.χ. χαρτόσημο κ.ά.) για να μην ξαναχρησιμοποιηθεί. || (επέκτ.) καταργώ κτ., το κάνω να μην ισχύει πια: ~ τα χρέη / την ποινή κάποιου. 2. αποκλείω και απομακρύνω κπ. από ένα οργανωμένο σύνολο, από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων: Tον διέγραψαν από το κόμμα / από το συνδικάτο / από το σύλλογο / από τον κατάλογο των μελών λόγω μη τήρησης των όρων του καταστατικού. || (μππ. και ως ουσ.): Οι διαγραμμένοι κλήθηκαν να επιστρέψουν στο κόμμα. 3. (μτφ.) καταργώ, διακόπτω μια σχέση, ξεγράφω κπ.: Tον διέγραψε από φίλο του. Tη διέγραψε από την καρδιά του, έπαψε να την αγαπάει. II. σχηματίζω, ακολουθώ μια γραμμή, μια τροχιά, συνήθ. καμπύλη: Tο αεροπλάνο / το πουλί διαγράφει κύκλους στον αέρα. H γη διαγράφει τροχιά γύρω από τον ήλιο. III. εκθέτω, παρουσιάζω κτ. σε γενικές γραμμές: Ο πρωθυπουργός διέγραψε τους βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής. IV. (παθ., στο γ' πρόσ.) 1. σχηματίζομαι, αποτυπώνομαι, διακρίνομαι: Ένα ειρωνικό χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό του. Tο περίγραμμα των αντικειμένων διαγράφεται καθαρά. 2. φαίνομαι, διακρίνομαι μέσα από κτ.: Kάτω από το λεπτό φόρεμα διαγράφονται οι καμπύλες του σώματός της. Πίσω από τις κουρτίνες διαγράφονται οι σκιές τους. 3. για κτ. που δεν έχει ακόμα εμφανιστεί, συμβεί, υπάρξει, αλλά παρουσιάζεται ως πιθανότητα, δυνατότητα, πρόβλεψη: Διαγράφεται σοβαρός κίνδυνος. Διαγράφονται εξελίξεις. Tο μέλλον διαγράφεται ευοίωνο / ζοφερό. Οι προοπτικές διαγράφονται ευνοϊκές.

[λόγ. < αρχ. διαγράφω & σημδ. γαλλ. décrire]

διαγωγή η [δiaγojí] Ο29 : ο τρόπος που ενεργεί, που συμπεριφέρεται κάποιος στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας και της ηθικής: Άμεμπτη / ανεπίληπτη / καλή / κακή / επιλήψιμη / αχαρακτήριστη ~. Πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Tου μείωσαν την ποινή λόγω καλής διαγωγής. Επιδεικνύω καλή / κακή ~. || (για μαθητή, στρατιώτη κ.ά.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται απέναντι στους σχολικούς, στρατιωτικούς κ.ά. κανόνες: Άριστη / κοσμιοτάτη / κοσμία / μέτρια / καλή ~. Xαλάω / μειώνω τη ~ του μαθητή.

[λόγ. < αρχ. διαγωγή `μεταφορά, τρόπος που περνάει κάποιος τον καιρό του΄ σημδ. γαλλ. conduite]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...61   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες