Dictionary of Standard Modern Greek
| 608 items total [461 - 470] | << First < Previous Next > Last >> |
- διάστρα η [δjástra] Ο25 : (λαϊκότρ.) εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. || (επέκτ.) η γυναίκα που το χειρίζεται.
[διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]
- διαστρεβλώνω [δiastrevlóno] -ομαι Ρ1 : παραποιώ την αλήθεια σχετικά με κτ. και το παρουσιάζω στους άλλους διαφορετικό από ό,τι πραγματικά είναι: ~ τα λόγια / τις απόψεις κάποιου. Οι εφημερίδες να μη διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. || Διαστρεβλωμένη αλήθεια, παραποιημένη.
[λόγ. < αρχ. διαστρεβλ(ῶ) `τεντώνω στρίβοντας΄ -ώνω, κατά τη σημ. του ελνστ. στρεβλῶ `διαστρέφω λέξεις΄]
- διαστρέβλωση η [δiastrévlosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρεβλώνω: ~ των γεγονότων / της αλήθειας.
[λόγ. διαστρεβλω- (δες διαστρεβλώνω) -σις > -ση]
- διαστρεβλωτής ο [δiastrevlotís] Ο7 : αυτός που διαστρεβλώνει: ~ της αλήθειας.
[λόγ. διαστρεβλω- (δες διαστρεβλώνω) -τής]
- διαστρεβλωτικός -ή -ό [δiastrevlotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαστρέβλωση: Διαστρεβλωτική κριτική.
διαστρεβλωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαστρεβλωτ(ής) -ικός]
- διάστρεμμα το [δiástrema] Ο49 : (ιατρ.) κάκωση σε άρθρωση χωρίς μετατόπιση των οστών της· στραμπούληγμα: Ελαφρό / βαρύ / σοβαρό ~.
[λόγ. < αρχ. διάστρεμμα]
- διαστρέφω [δiastréfo] -ομαι Ρ αόρ. διέστρεψα, απαρέμφ. διαστρέψει, παθ. αόρ. διαστράφηκα, απαρέμφ. διαστραφεί, μππ. διεστραμμένος* : 1. αλλοιώνω μια βιολογική, ψυχική ή νοητική λειτουργία ή εκδήλωση, την κάνω μη φυσιολογική: ~ τις ορμές / τα γούστα / τα συναισθήματα κάποιου. Συναναστροφές που διαστρέφουν το χαρακτήρα του παιδιού. 2. (σπάν.) διαστρεβλώνω.
[λόγ. < αρχ. διαστρέφω]
- διαστροφέας ο [δiastroféas] Ο21 : χαρακτηρισμός αυτού που διαστρέφει, που προκαλεί διαστροφές: Kατηγορείται ως ~ της νεολαίας.
[λόγ. < ελνστ. διαστροφεύς, αιτ. -έα]
- διαστροφή η [δiastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρέφω. 1. αλλοίωση μιας βιολογικής, ψυχικής ή νοητικής λειτουργίας, έτσι ώστε να γίνει μη φυσιολογική: ~ του γούστου / του χαρακτήρα κάποιου. Πνευματική / ηθική / συναισθηματική ~. H εμπορική διαφήμιση έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς την καθοδήγηση, αλλά τη ~ των προτιμήσεων του καταναλωτή. (προφ.) Aυτό είναι / καταντάει ~, για υπερβολική σχολαστικότητα. || (ψυχιατρ.) ~ του γενετήσιου ενστίκτου ή σεξουαλική ~, απόκλιση από ό,τι θεωρείται σεξουαλικά ομαλό: H κτηνοβασία είναι σεξουαλική ~. 2 (σπάν.) η διαστρέβλωση.
[λόγ. < ελνστ. διαστροφή, αρχ. σημ.: `στρίψιμο΄]
- διαστρωμάτωση η [δiastromátosi] Ο33 : χωρισμός, κατανομή ενός συνόλου σε τμήματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται πάνω στο άλλο: Kοινωνική ~, το σύνολο των στρωμάτων μιας κοινωνίας: Περιγραφή / ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
[λόγ. δια- στρωματ- (στρώμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stratification]



