Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαμαγνητισμός
1 item total
διαμαγνητισμός ο [δiamaγnitizmós] Ο17 : (φυσ.) μαγνητικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα αντικείμενο παίρνει θέση κάθετη προς το μαγνητικό πεδίο και απωθείται από αυτό.

[λόγ. < γαλλ. diamagnétisme < dia- = δια- + magnétisme = μαγνητισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go