Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαλύτης
1 item total
διαλύτης ο [δialítis] Ο10 : ουσία, συνήθ. υγρή, που χρησιμοποιείται για τη διάλυση άλλων ουσιών, για τη δημιουργία δηλ. ενός διαλύματος: Ο πιο κοινός ~ είναι το νερό. Οργανικοί διαλύτες.

[λόγ. < αρχ. διαλύτης `που διασπά, που διαλύει΄ σημδ. γαλλ. dissolvant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go