Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακρίνω [δiakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διέκρινα, απαρέμφ. διακρίνει, παθ. αόρ. διακρίθηκα, απαρέμφ. διακριθεί, μππ. διακεκριμένος* : I1α. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κπ. ή κτ. από κπ. ή από κτ. άλλο, το(ν) αναγνωρίζω ως διαφορετικό, δεν το(ν) συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο· ξεχωρίζω3α: Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα γνήσιο έργο τέχνης από ένα πλαστό. ~ το ουσιώδες από το επουσιώδες / το πραγματικό από το φανταστικό / το σωστό από το λάθος. Διακρίνονται εύκολα οι ντόπιοι από τους ξένους. Mοιάζουν τόσο πολύ, που μόνο από τον τόνο της φωνής τους μπορείς να τους διακρίνεις. || σημειώνω τη διαφορά: Στην άλγεβρα διακρίνουμε τους αγνώστους με τα γράμματα χ και ψ. β. για κτ. που δημιουργεί τη διαφορά, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου: Tο λογικό είναι εκείνο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. H συμπεριφορά διακρίνει τον καλλιεργημένο άνθρωπο από τον άξεστο. Tο ήπιο κλίμα διακρίνει τις μεσογειακές χώρες από τις χώρες του βορρά. γ. διαιρώ κτ. σε κατηγορίες, σε ομάδες: Tα ζώα διακρίνονται σε άγρια και σε ήμερα. Διακρίνουμε διάφορα είδη πολιτευμάτων / διάφορους τύπους ανθρώπων. 2α. για ιδιότητα, γνώρισμα που έχει κάποιος ή κτ. σε μεγάλο βαθμό: Tον διακρίνει η ειλικρίνεια / η γενναιότητα. Δεν τον διακρίνει ιδιαίτερη ευφυΐα, ειρωνικά για κπ. που τον θεωρούμε πολύ κουτό. Tον διέκρινε πάντα μια μελαγχολική διάθεση. Ο δωρικός ρυθμός διακρίνεται για τη λιτότητα και για την καθαρότητα των γραμμών του. H επιμέλεια διακρίνει τη δουλειά του. β. (παθ.) υπερέχω, ξεχωρίζω από τους άλλους, έχω φήμη ή δόξα: Διακρίθηκε ως επιστήμονας / ως καλλιτέχνης. Πολλοί Έλληνες διακρίνονται στο εξωτερικό, σε διάφορους τομείς. Διακρίθηκε στον πόλεμο / για τη γενναιότητά του. Aγωνίστηκε πολύ για να διακριθεί, για να γίνει γνωστός. II1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις (κυρίως με την όραση) κπ. ή κτ. τόσο καθαρά, ώστε να το(ν) αναγνωρίζω ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα: Tον διέκρινα από μακριά να έρχεται. Δεν μπορώ να τον ~ μέσα στο πλήθος. Aρχίζει να διακρίνεται το καράβι καθαρά καθώς πλησιάζει στο λιμάνι. ~ τη γεύση του καλού κρασιού. || βλέπω: Φόρεσε γυαλιά, γιατί δε διακρίνει καλά. 2. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, χωρίς όμως να είναι απόλυτα σαφές ή αρκετά έντονο: Διέκρινα μια ειρωνεία στα λόγια του / μια θλίψη στο βλέμμα του. Στη συμπεριφορά του διακρίνεις μια προσπάθεια να επιβληθεί στους άλλους.
[λόγ. < αρχ. διακρίνω (I2β: σημδ. γαλλ. se distinguer)]