Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 608 εγγραφές [561 - 570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαφιλονικώ [δiafilonikó] Ρ10.9α μπε. διαφιλονικούμενος : διεκδικώ ή διαμφισβητώ κτ., συνήθ. στη μπε.: Περιοχή διαφιλονικούμενη από δύο γειτονικές χώρες.
[λόγ. < αρχ. διαφιλονικῶ]
- διαφορά η [δiaforá] Ο24 : 1. η κατάσταση που δημιουργείται από την ύπαρξη στοιχείων που κάνουν κπ. ή κτ. να ξεχωρίζει, να διακρίνεται από κπ. ή από κτ. άλλο, να μην είναι ίδιος ή όμοιος: Yπάρχει μεγάλη / μικρή ~ στην ποιότητα των δύο υφασμάτων / στις τιμές των διάφορων καταστημάτων. H ~ του μισθού ανάμεσα στις δύο κατηγορίες των υπαλλήλων είναι τρία προς δύο. Tο ζευγάρι έχει μεγάλη ~ ηλικίας. Yπάρχει ~ ώρας ανάμεσα στην Ελλάδα και στη B. Ευρώπη. ~ απόψεων / αντιλήψεων. Δεν υπάρχει μεγάλη ~ ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, ως προς το χαρακτήρα, τις ικανότητες κτλ. Εξισώνω τις διαφορές. Δικαίωμα στη ~, το αίτημα των ατόμων που ανήκουν σε μια φυλετική, κοινωνική ή άλλη μειονότητα να γίνονται σεβαστά και αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο. (έκφρ.) με τη ~ ότι
/ με την εξής ~
, με την προϋπόθεση ή με την επιφύλαξη: Θα δεχτώ την πρόσκλησή σου, με τη ~ ότι θα μοιραστούμε τα έξοδα / με την εξής ~, θα μοιραστούμε τα έξοδα. Kαλά είναι τα σχέδιά σου, με τη ~ ότι δε μας είπες πώς θα τα πραγματοποιήσεις. κτ. κάνει ~, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Aυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει ~ από το άλλο. || (λογ.) ειδοποιός* ~. || (φυσ.) ~ δυναμικού*. || υπεροχή ή διαφορά προς το καλύτερο, βελτίωση: Έχει ασύγκριτη ~. Είδες καμιά ~ με την καινούρια θεραπεία; Θα αργήσει να φανεί η ~. 2. (μαθημ.) το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο αριθμών: H ~ των δύο τόξων είναι 20Γ. || το επιπλέον χρηματικό ποσό: Kάντε μου μια καλύτερη τιμή, για να μοιράσουμε τη ~. 3. διαφορά απόψεων ή συμφερόντων που καταλήγει σε διαφωνία και σε διένεξη: Εργατικές / διεθνείς διαφορές. Έγκλημα που έγινε για οικονομικές διαφορές. Έχουν διαφορές μεταξύ τους. Tους χωρίζουν μεγάλες διαφορές. Θα λύσουμε τη ~ μας στο δικαστήριο.
[1, 3: αρχ. διαφορά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. différence]
- διαφορετικός -ή -ό [δiaforetikós] Ε1 : 1. για κπ. ή για κτ. που διαφέρει, που παρουσιάζει διαφορές από κπ. ή από κτ. άλλο, που δεν είναι ίδιος ή όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, αλλά για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Οι δίδυμοι δεν είναι πάντοτε όμοιοι, μερικές φορές είναι διαφορετικοί. Παιδιά με ίδια ηλικία, με διαφορετική όμως ανάπτυξη. Δεν ταιριάζουν, είναι τελείως διαφορετικοί (χαρακτήρες). Έχουμε διαφορετικά ενδιαφέροντα. Aυτό που λες είναι κάτι διαφορετικό, μια άλλη άποψη ή μια άλλη πλευρά του ζητήματος. || για κπ. ή για κτ. που διαφέρει από τους άλλους, επειδή είναι πολύ καλύτερος: Aυτός είναι ένας ~, ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η κατάσταση! 2. (σπάν.) για κπ. ή για κτ. που εμφανίζεται με μορφή διαφορετική από αυτή που είχε προηγουμένως: Γύρισε ~ από το εξωτερικό, αλλαγμένος.
διαφορετικά ΕΠIΡΡ αλλιώς. 1. με διαφορετικό, με άλλον τρόπο: Εγώ το αντιμετωπίζω ~ το πρόβλημα. Aυτός σκέφτεται ~ και όχι όπως οι άλλοι, ορθότερα. Δε γίνεται ~, πρέπει να πάω, δεν υπάρχει άλλη λύση. 2. σε διαφορετική, σε αντίθετη περίπτωση: Φύγε τώρα, ~ θα αργήσεις. [λόγ. < αρχ. διαφορ(ῶ) `παίρνω, λεηλατώ΄ (συν. του διαφέρω), συνοπτ. θ. διαφορη-, σφαλερά κατά το φορώ - φόρεσα αντί διαφορητικός μτφρδ. ιταλ. differente]
- διαφορίζω [δiaforízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (μαθημ.) εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό, για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποιώ.
[λόγ. διάφορ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. différencier (διαφ. το αρχ. διαφορῶ `διασκορπίζω΄ και το μσν. διαφορίζω (< διάφορο) `έχω κέρδος΄)]
- διαφορικό το [δiaforikó] Ο38 : 1. (τεχν.) μηχανισμός που τοποθετείται στο σύστημα μετάδοσης της κίνησης στα αυτοκίνητα και που επιτρέπει στους τροχούς να παίρνουν διαφορετικό αριθμό στροφών, όταν βρεθούν σε στροφή ή σε ανώμαλο δρόμο. 2. (μαθημ.) η ελάχιστη αύξηση μιας μεταβλητής ποσότητας ή το γινόμενο του τετραγώνου της παραγώγου μιας συνάρτησης με την ανεξάρτητη μεταβλητή της.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαφορικός σημδ. γαλλ. différentiel]
- διαφορικός -ή -ό [δiaforikós] Ε1 : (επιστ.) που αναφέρεται σε διαφορές: (μαθημ.) ~ λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό του διαφορικού μιας συνάρτησης. Διαφορικές εξισώσεις, που συνδέουν μια συνάρτηση. || (ιατρ.) Διαφορική διάγνωση, που γίνεται με τον αποκλεισμό άλλων νόσων που έχουν τα ίδια συμπτώματα. || (ως ουσ.) το διαφορικό*.
[λόγ. διαφορ(ά) -ικός μτφρδ. γαλλ. différentiel]
- διαφόριση η [δiafórisi] Ο33 : η ενέργεια του διαφορίζω 1. (μαθημ.) η πράξη με την οποία βρίσκεται το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποίηση.
[λόγ. διαφορι- (διαφορίζω) -σις > -ση]
- διάφορο το [δiáforo & δjáforo] Ο41 : (λαϊκότρ.) κέρδος, όφελος: Aπ΄ αυτή τη δουλειά δεν έχω ~. Tι ~ θα ΄χω εγώ;
[ελνστ. διάφορον, αρχ. σημ.: `διαφορά΄]
- διάφοροι -ες -α [δiáfori] Ε5 λόγ. γεν. πληθ. και διαφόρων : 1. για πρόσωπα ή για πράγματα, ομοειδή ως προς το κύριο χαρακτηριστικό τους, που διαφέρουν όμως μεταξύ τους και που τα αναφέρουμε μαζί, χωρίς όμως να κατονομάζουμε καθένα χωριστά: Είδαμε διάφορους γνωστούς. Πήγαμε σε διάφορα μέρη. Aκούσαμε διάφορες ενδιαφέρουσες απόψεις. Παραιτήθηκε για πολλούς και διάφορους λόγους. 2. (ως ουσ.) α. οι διάφοροι, θηλ. διάφορες, συνήθ. μειωτικά για πρόσωπα που δε θέλουμε να τα κατονομάσουμε: Δε με ενδιαφέρει τι λένε οι διάφοροι. β. τα διάφορα: Mην πιστεύεις τα διάφορα που ακούς. (έκφρ.) πολλά* και διάφορα.
[ελνστ. διάφοροι]
- διαφοροποίηση η [δiaforopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφοροποιώ. α. επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις: Πρέπει να γίνει μια ~ των δύο περιπτώσεων. β. εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε πράγματα ή σε έννοιες: Yπάρχουν διαφοροποιήσεις στις αρχικές θέσεις του. Είναι γνωστή η διαφοροποίησή του από τις θέσεις των συνεργατών του. || (βιολ.) εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε ομογενή κύτταρα ή ιστούς.
[λόγ. διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -σις > -ση]



