Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διάκειμαι
1 item total
διάκειμαι [δiákime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μτχ. διακείμενος : σε λόγιες εκφορές: ~ φιλικά / εχθρικά / ευνοϊκά / ευμενώς / δυσμενώς / καλώς / κακώς απέναντι σε κπ. ή σε κτ. ή είμαι φιλικά (κτλ.) διακείμενος, η στάση μου, η διάθεσή μου απέναντί του είναι φιλική, εχθρική κτλ.

[λόγ. < αρχ. διάκειμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go