Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεσποτάτο
1 item total
δεσποτάτο το [δespotáto] Ο39 : ονομασία κρατών, συνήθ. υποτελών, που δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Tο ~ της Hπείρου. Tο ~ του Mορέως.

[λόγ. < μσν. δεσποτάτον < δεσπότ(ης) 1 -άτον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go