Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δαυλί
1 item total
δαυλί το [δavlí] Ο43 : αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα.

[μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go