Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- γεωμετρικός -ή -ό [jeometrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωμετρία: Γεωμετρικό σχήμα / πρόβλημα. Γεωμετρική άσκηση. Γεωμετρικά όργανα. Γεωμετρικό σώμα, το σώμα που εξετάζεται μόνο ως προς τις γεωμετρικές του ιδιότητες, παραβλέποντας τις φυσικές. Γεωμετρική κατασκευή, που γίνεται με κανόνα και διαβήτη ή που προέρχεται από το συνδυασμό γεωμετρικών σχημάτων. || ~ τόπος*. Γεωμετρική πρόοδος* και ως έκφραση. 2α. που είναι απλός, κανονικός και σύμμετρος σαν γεωμετρικό σχήμα: Tα παρτέρια έχουν γεωμετρική διάταξη. β. (αρχαιολ.) γεωμετρική τέχνη, αρχαϊκή φάση της ελληνικής κεραμικής, από το 1000 ως το 800 π.X. περίπου, που χρησιμοποιεί για διακοσμητικά μοτίβα απλές γραμμικές γεωμετρικές φόρμες. || (ιστ.) γεωμετρική εποχή, στην αρχαία ελληνική ιστορία, η περίοδος από το 1000 ως το 800 π.X. περίπου. Γεωμετρικοί τάφοι / γεωμετρικά αγγεία, που ανάγονται στη γεωμετρική εποχή.
[λόγ.: 1: αρχ. γεωμετρικός· 2: σημδ. γαλλ.(;) géometrique < αρχ. γεωμετρικός]
- γεωμετρικότητα η [jeometrikótita] Ο28 : η ιδιότητα του γεωμετρικού, αυτού που είναι κανονικός και σύμμετρος σαν γεωμετρικό σχήμα: H άψυχη ~ των μοντέρνων πόλεων.
[λόγ. γεωμετρικ(ός) -ότης > -ότητα]



