Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γατόπαρδος ο [γatóparδos] Ο20 : είδος σαρκοβόρου θηλαστικού.
[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) -ς (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]



