Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γατόπαρδος ο [γatóparδos] Ο20 : είδος σαρκοβόρου θηλαστικού.
[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) -ς (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) -ς (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |