Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γαστρίτιδα
1 item total
γαστρίτιδα η [γastrítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του στομάχου, οξείας ή χρόνιας μορφής.

[λόγ. < νλατ. gastritis < αρχ. γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -itis = -ίτις > -ίτιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go