Dictionary of Standard Modern Greek
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- βρομιά η [vromná] Ο24 : 1. ακαθαρσία, βρόμα2: Tα ρούχα του / τα χέρια του ήταν γεμάτα βρομιές. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα3: Zει μέσα στη ~. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αισχρός, ανήθικος λόγος ή πράξη: Δεν ανέχομαι ν΄ ακούω τις βρομιές που ξεστομίζει κάθε τόσο. Kάποια ~ θα ΄κανε και τον έκλεισαν στη φυλακή, παρανομία.
[βρόμ(α) -ιά κατά το αντ. μυρωδιά]
- βρομιάρης -α -ικο [vromnáris] Ε9 : 1. που τον χαρακτηρίζει μόνιμα η έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά· ακάθαρτος, βρομερός. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, ανήθικος.
[μσν. βρομιάρης < βρόμ(α) -ιάρης]
- βρομιάρικος -η -ο [vromnárikos] Ε5 : που είναι μονίμως ακάθαρτος, βρομερός: Bρομιάρικο παιδί / σκυλί.
[μσν. βρομιάρικος < βρομιάρ(ης) -ικος]
- βρόμιος -α -ο [vrómnos] Ε4 : (οικ.) που αναδίδει δυσάρεστη οσμή λόγω αποσύνθεσης: Bρόμια ψάρια / κρέατα.
[μσν. βρόμιος < βρόμ(α) -ιος]



