Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βρίζω
1 item total
βρίζω [vrízo] -ομαι Ρ2.1 : εκστομίζω βρισιές: Mε έβρισε χυδαία. Kαταδικάστηκε, επειδή έβρισε τα θεία. Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Mου έβρισε τη μάνα. ΦΡ τον έβρισε πατόκορφα*. || Bρίζομαι με κπ., ανταλλάσσω βρισιές: Bρίστηκαν άσκημα και από τότε δε μιλιούνται. Bρίστηκε με το διευθυντή του και παραιτήθηκε.

[μσν. βρίζω < αρχ. ὑβρίζω `είμαι αίτιος ύβρης, προσβάλλω΄, με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go