Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βλαχοδήμαρχος
1 item total
βλαχοδήμαρχος ο [vlaxoδímarxos] Ο20 : (μειωτ.) 1. νεόπλουτος και άξεστος χωριάτης: Έκανε λεφτά και το πήρε πάνω του ο ~. 2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού. 3. δήμαρχος με αυταρχική νοοτροπία και παλιές αντιλήψεις.

[λόγ. βλαχο- + δήμαρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go