Dictionary of Standard Modern Greek
| 39 items total [31 - 39] | << First < Previous Next > Last >> |
- βαλσάρω [valsáro] Ρ6α : χορεύω βαλς.
[βαλς -άρω]
- βάλσιμο το [válsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάζω· τοποθέτηση. ANT βγάλσιμο.
[βαλ- (δες βάζω) -σιμο]
- βαλτικός -ή -ό [valtikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Bαλτική θάλασσα ή με τις γειτονικές προς αυτή χώρες: Bαλτικές γλώσσες / χώρες / δημοκρατίες. Bαλτικοί λαοί. Bαλτικά κράτη. || (ως ουσ.) η Bαλτική, θάλασσα της B. Ευρώπης.
[λόγ. < τοπων. Βαλτ(ική) -ικός < λατ. Baltia (Scandinavia) ( [bál-] ) < ελνστ. *Βαλτία (νησί σε απόσταση από τη Σκυθία)]
- βαλτόνερο το [valtónero] Ο41 & βαλτονέρι το [valtonéri] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : το νερό των βάλτων, των ελών.
[βάλτ(ος) -ο- + νερ(ό) -ο· βάλτ(ος) -ο- νερ(ό) -ι]
- βάλτος ο [váltos] Ο18 : τόπος που καλύπτεται από αβαθή, στάσιμα νερά· έλος, τέλμα1.
[μσν. βάλτος < σλαβ. *bolto (πρβ. βουλγ. blato) -ς]
- βαλτός -ή -ό [valtós] Ε1 : που ενεργεί μυστικά και σύμφωνα με υπόδειξη, παρακίνηση, εντολή τρίτων για κάποιο συγκεκριμένο (ύποπτο, δόλιο) σκοπό· (πρβ. εγκάθετος): Είναι ~ από την αστυνομία, για να δίνει πληροφορίες. Δεν το ΄κανε με δική του πρωτοβουλία, ήταν ~. (έκφρ.) ~ είσαι;, επίτηδες το κάνεις;
[βαλ- (δες βάζω) -τός]
- βαλτότοπος ο [valtótopos] Ο20 & βαλτοτόπι το [valtotópi] Ο44 : τόπος με αβαθή και στάσιμα νερά, με έλη.
[βάλτ(ος) -ο- + -τοπος· βάλτ(ος) -ο- τόπ(ος) -ι]
- βαλτώδης -ης -ες [valtóδis] Ε11 : που έχει βάλτους, έλη: Bαλτώδεις περιοχές.
[λόγ. < μσν. βαλτώδης < βάλτ(ος) -ώδης]
- βαλτώνω [valtóno] -ομαι Ρ1 : 1. μεταβάλλομαι σε βάλτο: Bάλτωσε ο τόπος / το χωράφι απ΄ τις βροχές. 2. (μτφ.) περιέρχομαι σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο· αποτελματώνομαι: Bάλτωσε η υπόθεση και δεν προχωράει καθόλου. Οι πρόσφατες απεργίες τάραξαν τα βαλτωμένα νερά του συνδικαλισμού.
[βάλτ(ος) -ώνω]



