Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αφορμή η [aformí] Ο29 : 1.γεγονός το οποίο χρησιμοποιεί κάποιος ως πρόφαση για να προβεί σε ενέργειες συνήθ. εχθρικές, των οποίων τα αίτια είναι βαθύτερα: Aίτια και αφορμές του πελοποννησιακού πολέμου. ~ για την απεργία ήταν η απόλυση δύο εργατών. Ποια ήταν η ~ της παραίτησής του; Aυτή ήταν απλώς η ~, όχι η αιτία. ~ σοβαρή / ασήμαντη. Δίνω / ψάχνω / γυρεύω / βρίσκω / γίνομαι ~. ~ γύρευε κι ~ βρήκε. ~ ζητούσε για να με κατηγορήσει, ευκαιρία. Δεν είχα / δε μου έδωσε καμία ~ για να είμαι δυσαρεστημένος μαζί του. 2. γεγονός το οποίο χρησιμοποιεί κάποιος ως δικαιολογία για κτ.: Mε ~ ένα μικρό πονοκέφαλο δεν πήγε στη δουλειά του. || (έκφρ.) με (την) ~, για σύμπτωση κατάλληλων συνθηκών, ευνοϊκών περιστάσεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ενός σκοπού· ευκαιρία1α: Θα μιλήσω αύριο στον υπουργό με ~ που θα τον δω. Mε την ~ της εθνικής επετείου θα γίνει στρατιωτική παρέλαση. παίρνω ~, βρίσκω την ευκαιρία: Παίρνοντας ~ από την ανακοίνωση του κ. τάδε
[αρχ. ἀφορμή]



