Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αφηγούμαι [afiγúme] Ρ10.9β : παρουσιάζω, εκθέτω, σε συνεχή προφορικό λόγο και κατά τη χρονική ή λογική σειρά της εντύπωσης ή δημιουργίας, ό,τι έπεσε στην αντίληψή μου άμεσα ή έμμεσα, ό,τι αποτελεί τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου· διηγούμαι, εξιστορώ: Mας αφηγήθηκε την περιπέτειά του με κάθε λεπτομέρεια.
[λόγ. < αρχ. ἀφηγοῦμαι (λαϊκό αφηγιέμαι)]



